Εκειά απού τα λέμε ούλα μπλιο λέμε και κιανένα καλαμπουράκι, γιάντα θαρρώ πως είναι απού τα χρειγιαζούμενα τση ζωής. Και το αρσίζικο, κιαμιά βολά, είναι το αλατοπίπερο σε μια κουβέντα.
Σήμερο όμως είμαι βαροκαρδισμένος, γιάντα ένας ξάδερφος εχάθηκε κι η γι-αιτία ΄ναι η αρώσια απού βαστά ούλο το γ-κόσμο Έφυγε, εγώ θα το πω, πριχού νάρθει η γι-ώρα ν-του.
Το λέω κι ας κατέω σκιας πως ετούτονα σηκώνει πολύ κουβέντα, γιάντα κάθα γεις απού μιαν αιτία φεύγει, αλλά και δε γ-κατέμε πότε είναι η γ-ώρα του κάθα νιούς. Κι ανε θέλετε, εμένα μούχενε πωμένο ο γραμματικός του χωριού πως οι παλαϊινοί Ρωμιοί κατέχανε πως υπάρχανε τρεις μοίρες κάθε μια με το δικό τζη όνομα και τη δικιά τζη δουλειά. Εκείνεσας εκανονίζανε ίντα θαν΄ εσύβαινε στη ζωή του κάθα νιους. Η μια το λοιπός απούχενε ένα μ-περίεργο όνομα, Άτροπο τηνε λέγανε (ίδια τσα μούπε τ΄ όνομάτζη αφού τόγραψα στο μ- πακέτο με τα τσιγάρα, γιάντα εγώ ξεχνώ) έκοβε όποτε ήθελε τη γ- κλωστή τση ζωής του καθ΄ αθρώπου, κατά που τση κάπνιζε και λογαριασμό δεν έδουδε. Σ΄ άλλους την άφηνε και μάκραινε και σ΄ άλλους την έκοβε νωρίτερα, γή και πολλά νωρίς.
Είναι όμως κιαμιά βολά απού λέεις γιάντα να γίνουνται πράματα απού αν΄ ήσουνε γνοιάδος εμπόρειες να τα σταματήσεις πριχού γεννούνε. Άμα όμως γενούνε, μπορεί να κιντυνέψει οη μόνο η δικιά σου ζωή αλλά μπορεί να κάμεις κακό σε δικούς σου αθρώπους αλλα και σ΄ άλλους απού τσι μπεγιεντάς. Να κατέμε πως πρέπει να το σκεφτόμαστε ετούτονα και να βάνομε μετράρι σε όσα πρέπει να μπεί. Τουτονε το γ-καιρό ένα παραπανίσιο πράμα είναι να ΄χουμε το νου μας για τούτηνα την αρώσια, για τσ΄ απατούς μας αλλά και για τσ΄ αποδέλοιπους γυρου γύρου μας. Νάχουμε τη γνωστικάδα να ξοφεύγουμε από ότι μπορεί να τηνε φέρει απάνω μας.
Θα μου πείτε πως είναι πλιά εύκολό να κάνουμε τσι συβουλάτορες και τσι καθηγητάδες, παρά να κανομε ο γ΄ ίδιοι εκείνονα απού πρέπει. Να δικάζουμε και να καταδικάζουμε άλλους, άμα δε μ-προσέχουνε. Κι ας είχε πωμένα ο Χριστός πως πριχού να δικάσουμε τσ΄ άλλους να στραφαίνουμε τη γ-καμπούρα μας. Αλλά κι παλαϊνοί Ρωμιοί ελέγανε πως ούλοι κουβαλούμε δυο σακούλια. Το ένα τόχουμε στο μπέτη απούχουμε τα λάθη και τσι κουζουλάδες των αλλωνώ. Ετούτονα το θωρούμε ιντα΄ χει και κάνουμε τσι δικαστάδες για τα λάθη ν-τονε εμείς απού μαστονε ντρέτοι και δε γ-κάνουμε κιανένα στραβό.
Το άλλο σακούλι το κουβαλούμε στη ράχη. Δεν το θωρούμε και θαρρούμε πως δεν έουμε καμωμένο ποτές και πράμα στραβό. Απολησμονούμε κι ογλήγορα όσα δε μασε συφέρουνε.
Ο ξάδερφος ήτονε σοβαρός και μετρημένος άθρωπος απού τσι καλούς απούχαμε. Ακόμης κι αν μ- πούμε πως δεν υπολογίσανε όπως έπρεπε πόσο κακό μπορεί να κάμει ετούτηνα η γ΄ αρώσια, πέστε μου ποιος δεν έχει σφάλει. Ποιος είναι απού συνέχεια κάνει το ντρέτο και μόνο το ντρέτο. Ετούτοσας ο άθρωπος δεν έει γεννηθεί ακόμης. Τσι πλια πολλές φορές σφάλεις κι αυτό περνά. Είναι άλλες φορές που και μιτσό λαθάκι, αφήνει σημάδι στο κορμί και στη πσυχή.
Απού τσι πλια καλές μαντινάδες απού χω ακουσμένες είναι εκείνηνα απού λέει: να σφάλλει θέλ΄ο άθρωπος/ όσο κι ανε μ-προσέχει/ γιάντα την ώρα τη κακή / κιανείς δεν την κατέχει.
Εγώ θα τον ανιστορούμαι με αγάπη κι ας εσμίγαμε αραί και που.
ο ΚατωΚεφαλιανός