Το να συζητάς με πολίτες στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας, είναι η καλύτερη “σφυγμομέτρηση” μιας κοινωνίας.
Ετσι και χθες στο γκάλοπ των Χανιώτικων νέων για το τι περιμένουν να αλλάξει μετά τη χθεσινή έξοδο από τα Μνημόνια, μιλήσαμε κυριολεκτικά με δεκάδες πολίτες, στους δρόμους της πόλης, έξω από σταθμούς λεωφορείων, τράπεζες κ.ά.
Η αίσθηση, που αποκομίσαμε, ήταν πικρή.
Το 50% των πολιτών, “κλεισμένοι” στον εαυτό τους και στις έγνοιες τους, ήταν τόσο φορτισμένοι που ενοχλούνταν ακόμη και από την ανθρώπινη προσέγγιση, δίχως να ακούσουν καν τις ιδιότητες μας ή γιατί τους προσεγγίζαμε. «Δεν έχω χρόνο», «Βιάζομαι», «Δεν προλαβαίνω», «Δεν ενδιαφέρομαι»… κάποιες από τις απαντήσεις τους.
Ενδιαφέρον όμως είχε και η αντίδραση του υπόλοιπου 50% – που ήταν κυρίως νέοι άνθρωποι -όταν σταματούσαν για λίγο και μας άκουγαν. Στο άκουσμα της ερώτησης «Τι πιστεύετε ότι αλλάζει από σήμερα στην Ελλάδα καθώς η κυβέρνηση λέει ότι βγήκαμε από το Μνημόνιο;» οι περισσότεροι μειδιούσαν πικρά και κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν να μην είχαν φωνή ή προτιμούσαν καλύτερα να μην πουν τίποτα ενώ αυτοί που τελικά μιλούσαν, έβγαζαν οργή, απελπισία, απαξίωση, κουβέντες βαριές για τους Ελληνες πολιτικούς. Η αιτία; Χαράτσια, σκληρή φορολογία, ανεργία, περικοπές συντάξεων, κατασχέσεις – απώλεια περιουσίας, ματαιώσεις κ.α
Συνεπώς, πώς βγήκαμε από τα Μνημόνια; Και πώς θα είναι η ζωή μετά από αυτά;
Το μόνο βέβαιο είναι πως τα Μνημόνια μετά από οκτώ χρόνια απάνθρωπης κρίσης, αφήνουν την Ελλάδα – χώρα αποικία: με δεσμευμένους ή πουλημένους νευραλγικούς τομείς ενός κράτους όπως αεροδρόμια, λιμάνια, ενέργεια…
Το κυριότερο όμως αφήνουν μια χώρα με “κομμένα τα φτερά της”, με λυγισμένο το ηθικό των ανθρώπων της, δίχως αισιοδοξία και ελπίδα για το μέλλον.