Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, του οποίου το όνομα φέρει το στρατόπεδο της μαρτυρικής Αγιάς που σήμερα τον τιμά, υπήρξε διαχρονικά μια σημαντική προσωπικότητα της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης.
Γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο το 1889 από μάνα Βιαννίτισα, έχει όμως ζακυνθινή καταγωγή από τον παππού του, γόνο της αριστοκρατικής οικογένειας των Καψοκέφαλων του 15ου αιώνα.
Κατατάχτηκε στον α΄ κρητικό στρατό, στην Κρητική Πολιτοφυλακή στα 19 του χρόνια και νιόπαντρος τέσσερα χρόνια μετά, το Σεπτέμβρη του 1912 στο 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών με το οποίο πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους για τη δημιουργία της νέας Ελλάδας, όταν οι επί πέντε αιώνες τουρκοκρατούμενοι βαλκανικοί λαοί συμμάχησαν, για να αποτινάξουν τον αβάσταχτο ζυγό τους. Πολέμησε στο μέτωπο της Ηπείρου ως τον Ιούλιο του 1913 και από τότε ως το Μάρτιο του 1914 στο Μακεδονικό.
Στο ηπειρωτικό μέτωπο μάλιστα έγραψε ένα θαυμάσιο ημερολόγιο μοναδικό στην ανατολική Κρήτη για την Ήπειρο, το οποίο εκδόθηκε το 2011 με χορηγία της Περιφέρειας και τη δική μου επιμέλεια. Σ’ αυτό βλέπομε την αυταπάρνηση του στρατού της ετοιμοπόλεμης και ώριμης από τα λάθη της Ελλάδας που είχε στο πηδάλιό της τον μεγάλο πολιτικό της τον Ελ. Βενιζέλο.
Μετά την απόλυσή του έζησε μόνο ένα χρόνο με τη γυναίκα του και την κόρη τους, γιατί το Σεπτέμβριο του 1915 κατατάχθηκε πάλι στο 1ο Σύνταγμα Κρητών για 8 μήνες. Ύστερα στη Μικρασιατική Εκστρατεία πολεμώντας στο Εσκί Σεχίρ τραυματίστηκε με μια οβίδα που του θρυμμάτισε το πόδι. Παρέμεινε 1,5 χρόνο στον Ευαγγελισμό και ύστερα γύρισε στη Βιάννο ανάπηρος, μονιμοποιήθηκε και μετατάχθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα.
Στο διάστημα των 18 χρόνων, από το 1922 ως το 1940, αφοσιώθηκε στην οικογένειά του που πέρασε φοβερές ατυχίες με το θάνατο των δύο συζύγων του (η πρώτη το 1918 και η δεύτερη το 1935), τριών από τα πέντε παιδιά του και του μοναδικού αδερφού του. Συγχρόνως όμως αγωνίζεται για τη Βιάννο. Πρωταγωνιστής στην ίδρυση του Συνεταιρισμού, του Γυμνασίου και πρόεδρος της Κοινότητας, πρωτοπόρος στο Διαφωτισμό της Βιάννου στο Μεσοπόλεμο.
Με την κήρυξη του πολέμου αναλαμβάνει φαλαγγάρχης της ΕΟΝ. Δημιουργεί παρατηρητήρια για τους νέους και οργανώνει την Πολιτοφυλακή. Παραγγέλλει στους επιστρατευμένους που φεύγουν, «κανένας να μη χτυπηθεί στην πλάτη».
Στις 30 -5-1941 είναι παρών στην παράδοση των όπλων στα Πεζά. Συνεννοείται με τους 11 αξιωματικούς που αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα τους, τους στέλνει στον Τσούτσουρο και ο ίδιος επιστρέφει στη Βιάννο μαζί με έναν από αυτούς, τον Γ. Φωκέα, που αργότερα έστειλε στα Χανιά υπεύθυνο της Οργάνωσης που δημιούργησε. Από τη Βιάννο οργανώνει τη συγκέντρωση και συντήρηση των καταδιωκόμενων Ελλήνων και Συμμάχων που καταφεύγουν στις σπηλιές του Τσουτσούρου, για να φύγουν στη Μέση Ανατολή, όπου με το συμμαχικό στρατό θα πολεμήσουν τον Άξονα. Συγχρόνως, ξεκινά την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση ΚΕΕ (Κρητική Επαναστατική Επιτροπή) τουλάχιστον για την ανατολική Κρήτη, με μέλη από τη Βιάννο, το ανατολικό Μονοφάτσι και την Πεδιάδα και πρωτοπόρους τρεις ακόμη ανώτερους αξιωματικούς της περιοχής και τέσσερις κατώτερους Ελλαδίτες. Το 1ο πρωτόκολλο της Οργάνωσης που υπογράφηκε 3 Αυγούστου 1941 στο χωριό Φιλίππω των Αστερουσίων, η ωριμότητα σκέψεων και αποφάσεων που περιέχει, δείχνει ότι άρχισε να ετοιμάζεται ήδη από τον Ιούνιο, αποτελεί «Εθνικό Μνημείο».
17-9-41 ο υπαρχηγός της οργάνωσης Αντώνης Φάκαρος με 10 συνεπιβάτες περνά με μια σαπιόβαρκα στην Αίγυπτο και ενημερώνει την εκεί Ελληνική Κυβέρνηση προσκομίζοντάς της όλα τα έγγραφα της Οργάνωσης. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ως πρώτη και μόνη Παγκρήτια Αντιστασιακή Οργάνωση την ΚΕΕ και της προσθέτει το επίθετο «Εθνική», και τον Α.Ρ. ως αρχηγό της και τον Αντώνη Φάκαρο ως σύνδεσμό της με την Οργάνωση. Το Νοέμβριο ο Φάκαρος έρχεται από την Αίγυπτο με επιστολές της Κυβέρνησης προς τον Α. Ρ, έγγραφα πολύτιμα και φαρμακευτικό υλικό. Ο Α.Ρ. οργανώνει παρά την αναπηρία του απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την Κρήτη, δημιουργώντας επαρχιακές και νομαρχιακές επιτροπές, οι οποίες, κρίνοντας από τη νομαρχιακή Ηρακλείου, αποτελούνται από τους ισχυρότερους πνευματικά, οικονομικά, και πολιτικά, τοπικούς παράγοντες. Τα 14 μέλη της οργάνωσης που εκτελέστηκαν μεταξύ των 62 Μαρτύρων 3 και 12 Ιουνίου του 1942, όπως ο Δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης και τα αδέρφια του Μανόλης και Τίτος, ο δικηγόρος Γ. Σκουλάς, ο βιομήχανος Αντ. Καστρινάκης αποτελούν δείγματα. Στα Χανιά ο Α. Ρ. ήρθε αρχές του Ιανουαρίου του 1942, συνάντησε τον γενναίο μαχητή των αγώνων και των πολέμων Εμμ. Νικολούδη, συνεννοήθηκαν και μαζί ανάθεσαν στον Κωνσταντίνο Μπασιά να βρει κατάλληλους όρμους για τα συμμαχικά υποβρύχια και να οργανώσει τους νέους του Σελίνου. Πράγματι ο Κωνσταντίνος Μπασιάς οργάνωσε την επαρχία Σελίνου, όρκισε μάλιστα κατά τον ίδιο 200 νέους. Στο πρακτικό της ορκωμοσίας όμως, έχουν υπογράψει 109.
Ήταν νέοι έτοιμοι να πολεμήσουν στην περίπτωση απόβασης συμμαχικής για την απελευθέρωση της Κρήτης – διαδόσεις των βρετανών, για να κρατούν σε ετοιμότητα τους Γερμανούς σε βάρος της στρατιωτικής τους δύναμης στα μέτωπα των πολέμων.
Ο Κωνσταντίνος Μπασιάς, αρχιφύλακας στο φοβερό κάτεργο της Αγιάς, θα προσπαθήσει, με απόφαση βέβαια της Οργάνωσης Χανίων, να βοηθήσει τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο να αποδράσει στο διάστημα από 22 Μαΐου έως 3 Σεπτεμβρίου του 1942, που έμεινε έγκλειστος ως την εκτέλεσή του. Έτσι μαρτυρούν οι συνθηματικές εκφράσεις των επιστολών του προς την κόρη του Αταλάντη. Ήταν μάταιη προσπάθεια, γιατί ο Ραπτόπουλος σκέφτηκε τα αντίποινα των Γερμανών στη Βιάννο και στα ορφανά παιδιά του.
Όμως οι γερμανικές αρχές το 1942 είχαν απλώσει το κατασκοπευτικό τους δίκτυο παντού στρατολογώντας πεινασμένους, δειλούς, τυχοδιώκτες και τα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας. Έμαθαν για την Οργάνωση (Κ.Ε.Ε.Ε) και τα υποβρύχια που άραζαν στον Τσούτσουρο φέρνοντας μαζί τους Βρετανούς, ασυρμάτους και όπλα, τα οποία ο Ραπτόπουλος έκρυβε στα τέσσερα παραλιακά του μετόχια και στις απόκρυφες σπηλιές. Έμαθαν ιδίως για τα τελευταία της αποστολής της 15ης Ιανουαρίου 1942, που προορίζονταν για τους αντάρτες του Ψηλορείτη. Έτσι, τέλη Ιανουαρίου του 1942 κύκλωσαν τον Τσούτσουρο και άλλα χωριά των Αστερουσίων, συνέλαβαν μέλη της Οργάνωσης και γέμισαν τις φυλακές Ηρακλείου.
Ο Ραπτόπουλος, έμπειρος στρατιωτικά, διαβασμένος άνθρωπος και βαθιά πολιτικοποιημένος, ήξερε τι τον περίμενε. Μπορούσε να φύγει στην Αίγυπτο, όπως τον παρακαλούσαν τα δύο παιδιά, που του έμειναν ορφανά από διαφορετικές μανάδες, η Αταλάντη και ο Δημοσθένης.
Δέκα μέρες πριν τον συλλάβουν οι Γερμανοί, πέφτοντας στα πόδια του στο πόρτεγο του αρχοντικού τους και παρακαλώντας τον να φύγει, πήραν την απάντησή του: «εγώ παιδιά μου την κεφαλή μου την ήβαλα στον ντρουβά». Και στην ερώτηση της Αταλάντης: «εμείς τί θα απογίνομε;» πήραν την απάντηση: «εσάς παιδιά μου θα σας φροντίσει η πατρίδα». Δέκα μέρες μετά τον συνέλαβε στο σπίτι του μέσα η ιταλική αστυνομία, το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου 1942. Την επομένη τον μετέφεραν στις φυλακές της Νεάπολης.
Όλα τα έγγραφα, τις καταστάσεις των μελών, ολόκληρο το αρχείο της Οργάνωσης τα έδωσε να τα κρύψουν έμπιστα μέλη της, για να μην καεί η Βιάννος και οι κοντινές της περιοχές που συμμετείχαν στην Οργάνωση. Μετά από λίγες μέρες οι Ιταλοί τον παρέδωσαν στους Γερμανούς, στον φοβερό Hartman που τον ανέκρινε κατ’ αντιπαράσταση με μέλη της Οργάνωσης και με προδότες.
Στα σημειώματα που έστειλε αυτός ο συνειδητός άνθρωπος και πατριώτης σε μέλη της Οργάνωσης που κινδύνευαν έγραφε: «Και κιμά να με κόψουν δε θα μαρτυρήσω τίποτα».
Παρόμοια διαβάζουμε και στο λιτό και λακωνικό ημερολόγιο των φυλακών.
Στις 22 Μαΐου οδηγείται στο κάτεργο της Αγιάς, όπου τον περίμεναν φυλακισμένα μέλη της Οργάνωσης, καθώς και ο Κωνσταντίνος Μπασιάς που ετοίμασε την απόδρασή του. Στις 24 Ιουλίου καταδικάστηκε σε θάνατο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο: «Λόγω παροχής αρωγής εις τον εχθρόν. Ήτο εντεταλμένος διά την Κρήτην της εις την υπηρεσίαν της Αγγλίας τελούσης, εις Αίγυπτον καταφυγούσης, ελληνικής κυβερνήσεως. Η αποστολή του συνίστατο εις την οργάνωσιν ενόπλου αντιστάσεως εναντίον γερμανικών δυνάμεων κατοχής εις Κρήτην. Προς τον σκοπόν τούτον είχον αποσταλεί εις αυτόν όπλα εξ Αιγύπτου. Κατά τον χειμώνα 1941-42 διηύθυνε πολλάκις την ενέργειαν αποστολών εις Αίγυπτον πρώην άγγλων στρατιωτών και ελλήνων εθελοντών, επιθυμούντων να καταταχθώσιν εις τον αγγλικόν στρατόν.»
Όλο το διάστημα αυτό, τα παιδιά του έμεναν συχνότατα στα Χανιά για να τα βλέπει έστω από μακριά, γιατί μετά τα σαμποτάζ του Ιουνίου του 1942 στο νομό Ηρακλείου οι Γερμανοί απαγόρευαν κάθε επαφή με τους κρατούμενους. Ήθελε όμως να νιώθει πως ήταν δίπλα του ζωντανά και δυνατά. Ό,τι έζησε και ένιωσε εκείνο το δύσκολο καιρό, τις ιδέες του, τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις, τον αγώνα του κατά τη σύγκρουση στην ψυχή του τού πατρικού καθήκοντος απέναντι στο πατριωτικό του χρέος, όλα φαίνονται καθαρά μέσα στις επιστολές και στα σημειώματά του προς τα παιδιά του.
1/9/42 ήρθε στα Χανιά ο υπουργός προπαγάνδας Γκαίμπελς, για να τονώσει το ηθικό του γερμανικού στρατού μπρος στο ενδεχόμενο της ήττας των Γερμανών στην Αφρική. Εκείνος μάλλον διέταξε την εκτέλεση του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, καθώς και του υπαρχηγού του, Εμμανουήλ Σταματουλάκη, μαζί με πέντε ακόμη πατριώτες. 5/9/1942 η εφημερίδα των Χανίων «Παρατηρητής» δημοσιεύει το γεγονός, καθώς και το κατηγορητήριο των εκτελεσθέντων. Η κόρη του, Αταλάντη, άκουσε την είδηση μπρος στα δικαστήρια, όπου πρωί-πρωί πήγε να βρει και να αγοράσει ένα πεπόνι που της είχε ζητήσει εκείνος. Το αγόραζε από ένα γεροντάκι, όταν άκουσε τον εφημεριδοπώλη να φωνάζει το φοβερό νέο. Έπεσε κάτω λιπόθυμη. «Ξυπνώντας ήταν από πάνω μου ο Νομάρχης Χανίων Νικόλαος Σκουλάς. ‘Παιδί μου’, μου λέει, ‘ο πατέρας σου είναι ήρωας. Ζει και θα ζει, γιατί οι ήρωες δεν πεθαίνουν’. Και με έστειλε με το αυτοκίνητο της Νομαρχίας στη Βιάννο μαζί με ένα χωροφύλακα.»
Αυτή είναι αδρά δοσμένη, για να μη σας κουράσω, η πορεία του συνειδητού ανθρώπου και αγωνιστή της ελευθερίας και της προόδου στον πόλεμο και στην ειρήνη. Δεν κράτησε τίποτε για το άτομό του, γιατί είχε έντονη μέσα του όχι μόνο την εθνική αλλά και την κοινωνική συνείδηση και ευθύνη και θεωρούσε πραγματικό και μοναδικό συμφέρον του ατόμου το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, το συμφέρον του έθνους.
Την ισόρροπα αναπτυγμένη του προσωπικότητα, την εξυπνάδα, την παιδεία, την ωριμότητά του, την αγωνιστική και αισιόδοξη αντιμετώπιση της ζωής, παρά τις μεγάλες του ατυχίες (τους έξι θανάτους αγαπημένων του προσώπων, την αναπηρία του, το βάρος των ευθυνών του απέναντι στα παιδιά του), τα βλέπομε στον κατασταλαγμένο θαυμασμό της βιαννίτικης κοινωνίας και στις καταγραμμένες αφηγήσεις, πολύ περισσότερο όμως στα δυο του ημερολόγια, των βαλκανικών πολέμων και της εξάμηνης κράτησής του στις φυλακές το 1942. Κυρίως όμως στα 36 αυθεντικά, εξομολογητικά και ανθρώπινα γράμματά του, που έγραψε φυλακισμένος: 33 στα παιδιά του και 3 στις ανιψιές του. Από αυτά τα 8 έχουν ποιητική μορφή, είναι εμπνευσμένα ποιήματα, δείγματα της ρομαντικής και συναισθηματικής του φύσης, της μόρφωσής του και του ταλέντου του.
Τα γράμματα και τα ημερολόγιά του – προσωπικά του αρχεία – που μελέτησα και εξέδωσα με τη χορηγία της Περιφέρειας Κρήτης, συμπληρώνουν την προσφορά της θυσίας του, καθώς αποτελούν σοβαρή ιστορική πηγή, ανασυγκροτούν την ιστορική μνήμη και μας διδάσκουν όχι μόνο πατριωτισμό και ιστορία, αλλά και τις διαχρονικές ηθικές αξίες του ανθρωπισμού. Αποδεικνύουν, επίσης, τη δύναμη και το σθένος που έχει ο άνθρωπος που πιστεύει σε υψηλά ιδανικά. Δείχνουν όμως και τον εσωτερικό αγώνα του ανθρώπου, όχι του υπεράνθρωπου Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, που με θυσίες και αίματα, παλεύοντας με χίλιους πειρασμούς, κρατά την αξιοπρέπεια και την εσωτερική του ελευθερία και προχωρεί συνειδητά στη θυσία.
Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος μας παιδαγωγεί όχι μόνο με την παρακαταθήκη της θυσίας του αλλά και με τα γραπτά του κείμενα, που, αφού εκδόθηκαν, θα μείνουν κτήμα ες αεί. Στα κείμενά του βλέπομε πως η ζωή είναι αξιοβίωτη, όταν στρατεύεται σε ευγενείς σκοπούς. Η πραγματικότητα που ζει και αναπνέει έξι μήνες στα μπουντρούμια αποτελεί, επίσης, έμπρακτο μάθημα αγωγής του πολίτη.
Εννέα μέρες πριν την εκτέλεσή του, στην απομόνωση των ντούγκλας γράφει στην ανιψιά του: «Είμαι υπερήφανος, γιατί και τας υπολειπομένας μου δυνάμεις δίνω για την πατρίδα». Στην εξάμηνη οδύσσειά του τον βοήθησε η αίσθηση του χρέους, η πίστη του στο Θεό και το γράψιμο των ποιημάτων και των γραμμάτων, με τα οποία στήριζε τα παιδιά του, που τον στήριζαν. Πριν την εκτέλεσή του η ψυχή του είναι ολοκάθαρη. Συγχώρεσε τους προδότες του και απαιτεί να κάνουν το ίδιο και τα παιδιά του: «Συγχωρήσετε τους εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι.» Ο τόνος στο «εστέ» είναι επιτακτικός. Θέλει να τα απαλλάξει από το μίσος και την εκδίκηση, να τα ωθήσει να δουν μόνο το μέλλον.
Την παραμονή, όπως βλέπομε στο σημείωμά του, θυμάται την αγαπημένη Βιάννο και στιχουργεί με βάση τη μελωδία γνωστού τραγουδιού: «Σας πληροφορώ με υπερηφάνεια ότι αύριο τελειώνουν τα βάσανά μου. Εκτελώ το υπέρτατο καθήκον μου, προσφέροντας τη ζωή μου στην πατρίδα. Αν μ’ αγαπάτε, δε θέλω να κλάψετε. Θα το ’χει βάρος η καρδιά μου. Τούτο μόνο θέλω από σας σαν μνημόσυνο. Να μαζεύεστε κάποτε οι συγγενείς και οι φίλοι και ενώ θα παίζει το πιάνο η Ελπινίκη, να τραγουδάτε το παρακάτω τραγούδι που έγραψα απόψε, άγρυπνος, περιμένοντας την εκτέλεσή μου.
Κάποια νύχτα του Γενάρη,
που δεν είχε ούτε φεγγάρι,
προδοθήκαμε.
Το πρωί αποχαιρετά ψύχραιμα και παραγγέλλει στα παιδιά του:
3η Σεπτεμβρίου 1942
Αγαπητά μου παιδιά
Σας αφήνω τον ύστατον χαιρετισμόν και την ευχήν μου. Συγχωρήσετε τους εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι. Την άβαφη κουβέρτα έχει η κ. Σοφία. Τας παραγγελίας μου εκτελέσετε. Καλήν πρόοδον. Σας φιλώ.
Α. Ραπτόπουλος
Δεμένος στο στύλο, με το σώμα και το πνεύμα του σε ανάταση και ορθή την κεφαλή του σίγουρα θα βλέπει τα παιδιά του να ζουν σε μια πατρίδα ελεύθερη και με τους δικούς του αγώνες.
Στη δικαίωση αυτού του μεγάλου Έλληνα ας βιώσομε τη δικαίωση των χιλιάδων αγωνιστών, επώνυμων και ανώνυμων. Ας αγωνιστούμε για την ιστορική δικαιοσύνη. Για να ’χουν θέση στην ιστορία, που θα γράψουν οι ιστορικοί, όλες οι οργανώσεις και οι πρώτες και οι τελευταίες και όλοι οι αγωνιστές που έδωσαν την ικμάδα και τη ζωή τους για την πατρίδα και τον άνθρωπο, όπως ο πάντα παρών ανάπηρος ταγματάρχης Α. Ρ. Τότε θα είναι η ψυχή μας ικανή για τους αγωνιστές, δηλαδή επαναστατημένη και άγρυπνη.
Εύχομαι να είναι και για την δύσκολη αποστολή σας, φρουροί και θεματοφύλακες της πατρίδας, ένα παράδειγμα φωτεινό και απαιτητικό ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος.
*Ομιλία στην εκδήλωση που διοργάνωσε η 5η Ταξιαρχία Κρήτης στο στρατόπεδο Αγιάς “Αλέξανδρος Ραπτόπουλος”, (6-10-2018).