Αν κι είναι κι ο δεύτερος φθινοπωρινός μήνας στα ξεπνέματά ντου τα νέφαλα απού φέρνουνε βροχή δεν έχουνε ακόμη παρουσιαστεί για να δροσερέψουνε τη κατακαημένη από τσοι καλοκαιρινές κάψες, γη και να δόκει ελπίδα ζωής στσοι καταταλαιπωρημένους, από την ανυδριά, θάμνους και δεντρά.
Γιατί τσοι περασμένους καιρούς απού ο ΟΑΔΥΚ και το δίκτυο ύδρευσης δεν ήτανε μούδε στα όνειρα των αθρώπω κεινουσά του καιρού, τα πράματα ήτανε πλια δύσκολα, όπως αναστορούμαι. Γιατί τσοι πλια παλιούς καιρούς σε τούτουσες τσ’ άνυδρους τόπους το ευλοημένο Θεόνερο τση βροχής το περιμένανε και για να βάλουνε νερό κι οι στέρνες ντωνε για να ‘χουνε νερό να πίνουνε. Γι’ αυτό κι η αγωνία ντωνε ήτανε μεγαλύτερη και για κείνο κιόλας και στραφαίνανε συνέχεια τον ουρανό για να δούνε ανέ βρέξει, σα τσ’ όρθες όντε πίνουνε νερό, όπως γράφω και στο βιβλίο μου “ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ”, και με πολλές και διάφορες άλλες πληροφορίες απού αφορούνε την ιστορία των απλοϊκών προγόνω μας απου δεν καταγράφεται από τσ’ ιστορικούς, κι ούλα τα βάσανα και τσοι δυσκολίες π’ αντιμετωπίζανε για να βγάλουνε το ευλοημένο ψωμάκι ντωνε.
Με τουτουσάς τσοι συλλογισμούς ετοιμάζομαι να καλωσορίσω και το τελευταίο φθινοπωρινό μήνα τούτησας τση χρονιάς, απου με τσ’ αέρηδές του, σιογδύνει τα δεντρά από τσοι καλοκαιρινές τωνε φυλλωσιές απου μας εκάνανε σκιανιό το καλοκαίρι. Κι απομένουνε θεόγδυμνα για να μας ειδοποιούνε τον ερχομό του βοριά το χειμώνα με τα συρίγματά ντωνε. Και τούτονα το μήνα συνεχίζουνε νάναι απλωμένοι στα λιόφυτα οι μαζώχτρες κι οι μαζωχτάδες για το μαζωχτό, το μεγάλο πανηγύρι τση ελαιοσυγκομιδής, απου τούτονα το μήνα ήτανε στη φούρια ντου. Κι ήτανε στ’ αλήθεια μεγάλο γλέντι και πολύ χαρούμενες τουτεσάς οι γι ημέρες απου οι χωριανοί σοδειάζανε τσοι κόπους τωνε και γεμίζανε τα λαδοπίθαρά ντωνε με το τρισευλοημένο λαδάκι. Που ήτανε το αποκούμπι ντωνε ούλο το χρόνο στσοι δύσκολες στιγμές και τσοι κακές ώρες. Γιατί μ’ αυτό εθρέφουντανε μαζί και με το άλλο, ευλοημένο κριθαρόψωμο και πείνα δεν εγνωρίσανε.
Κι ακόμη μ’ αυτό άφτανε τα λυχναράκια ντωνε τσ’ αργαδινές, στσ’ αποσπερίδες.
Και τέλος μ’ αυτό άφτανε τα καντηλάκια τα σκολόβραδα στα ‘κονοστάσια τω σπιθιώ ντωνε για ν’ αποδώσουνε τσ’ ευχαριστίες τωνε και την ευγνωμοσύνη ντωνε σ’ αυτόν που τα ευλογεί και τα θρέφει με τον ήλιο και τσοι βροχές του τουτανά τα προϊόντα. Κι ας καταλάβουνε κάποιοι ονειροπαρμένοι πως ούλου του κόσμου τα καλά κι αν έχεις, το λάδι και το ψωμί και τ’ άλλα αγαθά απου γεννά η ζείδωρος γη, σου λείπουνε, ζωή δεν υπάρχει.
Μα την ίδια ώρα που εγροικούντανε στα λιόφυτα τα ραβδίσματα και τα τραγούδια κεινηνά βέβαια την εποχή απου δεν υπήρχανε τα θορυβώδη ραβδιστικά και τρακτέρ απου δεν αφήνουνε τσ’ αθρώπους δουλεύοντας να κουβεδιάζουνε και να τραγουδούνε. Οι ζευγάδες πάλι ασχολούντανε με τη σπορά κι εσοντηρούσανε την ώρα π’ ακλουθούσανε του ζευγαριού τσοι χαριτωμένες σεισορές, π’ ακλουθούνε την αυλακιά κι εκείνες όξω από πίσω εψάχνανε από το φρεσκοζευγαρισμένο χώμα τη τροφή ντωνε κι ακόμη εκαμαρώνανε τα παιχνιδιάρικα πεταρίσματα τω τρουλιτώ στα κλαδερά κι εγροικούσανε κιόλας τα ρυθμικά κουδουνίσματα τω λεριώ των οζώ απου εβόσκανε στα κλαδερά.
Γιατί ‘τανε ο καιρός απου οι βοσκοί είχανε αφήσει τα όρη και είχανε πάρει τα κατωμέρια για να μη πλακώσει τα οζά ντωνε στη μαδάρα το χιόνι. Και την ίδια ώρα ετραγούδιε κι εκείνος γη εξεξύπνα το έχνος απούχε ζεμένο στο ζευγάρι με τσ’ αγριοφωνάρες του. Ετσα τσοι περνούσανε τσοι καματερές μέρες απου τσοι προσέχανε σαν τα μάθια ντωνε, γι’ αυτό και τσοι χαρακτηρίζανε σα χρυσές, γιατί μπορούσανε και κάνανε χωρίς βροχή τσοι δουλειές τωνε. Σαν ετυχαίνανε όμως βροχεράδες ενδιάμεσα, τσ’ αφιερώνανε για φίλου σπίτι, για να περάσει η γι ώρα ντωνε κι άλλοι πάλι εσκαμπιλοπαίζανε στσοι καφενέδες για να περάσει κι εκείνω η γι ώρα ντωνε.
Από τσ’ άλλες μέρες εξαργιούσανε μόνο τσοι σκολάδες και περίττου τση μεσοσπόρισσας που όπως ελέγανε, σα γροικάς τση Παναγιάς μη ρωτάς αν είναι αργία. Και συγκούρμουλες οι γι οικογένειες ορδινιάζουντανε για τα ξωκλήσια τση περιοχής ντωνε που κεινουσάς τσοι χρόνους τα λειτουργούσανε ανήμερα τσ’ εορτής του καθένα.
Ήτανε μια εποχή κεινηνά απου η αγραμματοσύνη εκυριαρχούσε παντού.
Μα η ζωή των αθρώπω ήταν συνετή και προγραμματισμένη, εξεχωρίζανε τσι μέρες αργίας από τσοι καματερές, δεν αφήνανε το βίον ντωνε ανεόρταστο, μα δεν εξεχνούσανε όμως και τα λεγόμενα του λαού: “Τ’ αφεντικού τ’ αμάτι κοπρισιά ‘ναι στο χωράφι”, γι’ αυτό και τσοι βροχεράδες τσοι ρίχνανε τσοι μαθιές τωνε στα σπαρμένα ντωνε μήπως κι είχανε γενεί ζημιές από τσοι βροχές. Κι έτσα τωνε πάντα ενήμεροι για ότι τσ’ απασκολούσε στη καθημερινή ντωνε ζωή. Και σαν ούλα επχιαίνανε όμορφα και καλά τσοι μέρες απού τσοι ξαργιούσανε οι βροχές και τα κατακαίρια εροζονάρανε ξέγνιοι στσοι καφενέδες γη στσ’ άλλες συντροφιές απου κάνανε. Όσο δα για τσοι νοικοκεράδες τσοι μεγάλες αρχόντισσες τω σπιθιώ που με λεπτομέρειες περιγράφω τσοι πολλές και διάφορες προσφορές τωνε στσοι ποικίλους ρόλους τωνε στο βιβλίο μου, που με πολύ συγκίνηση κι αγάπη έγραψα, γιατί θεώρησα σωστό να καταγραφούνε αυτές οι συμπεριφορές και να μείνουνε σαν ιερά παρακαταθήκη για τσοι καινούριες γενιές.
Για να μάθουνε κιόλας πως οι δικοί ντωνε προγόνοι, οι γι’ αγράμματοι κι ασπούδαχτοι, είχανε το δικό ντωνε πολιτισμό και ζούσανε σαν άθρωποι.
Κι αν τη προσπάθειά μου αυτή δεν την υποδεχτήκανε μ’ ενθουσιασμό οι συνάνθρωποί μου, που μπορεί να προβάλλουνε και σαν αιτία πως είναι δύσκολη εποχή κι εγώ όμως αναρωθιούμαι ακόμη άτζεμπις είναι φυσικός νόμος οι μεγάλες αγάπες ν’ ακριβοπληρώνονται; γη κατά το Ευαγγέλιο “Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι”.
Δε κατέω ίντα να σκεφτώ, κατέω όμως ότι εγώ το ‘καμα το καθήκο μου κι ευχαριστώ από τα τρίσβαθα τση ψυχή μου για άλλη μια φορά ούλους απου τονώσανε το ηθικό μου με τα καλά ντωνε λόγια απου μου δίνουνε το δικαίωμα να πιστεύω πως επέτυχα το σκοπό μου. Μα το ίδιο ευχαριστώ κι ευγνωμονώ όσους στηρίζουνε τη προσπάθειά μου αυτή κι ούλους απου το αγκαλιάσανε το βιβλίο μου, με το ενδιαφέρον ντωνε. Παραπονούμαι μόνο που δε τα κατάφερα να δώσω τη χαρά και την ευχαρίστηση για τσοι προγόνους τωνε σ’ όσους το αγνόησα. Που και γι’ αυτούς το ‘γραψα τούτονα το βιβλίο. Δυστυχώς αυτοί χάνουνε.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας. Καλημερίζω σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου και καλή λύτρωση από τον κακό μπελά απου μας ήβρηκε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κάψα = Υπερβολική ζέστη, καύσωνας
Πλια = Πιο πολύ
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Στέρνα = Υπόγεια υδατοδεξαμενή που γέμιζε με το νερό της βροχής
Στραφάνω = Κοιτάζω
Όρθες = Όρνιθες
Όντε = Όταν
Σκιανιό = Σκιά
Θεόγδυμνα = Εντελώς γυμνά
Άφτω = Ανάβω
Σοντηρώ = Παρατηρώ
Σεισορά = Σουσουράδα
Τρουλίτης = Μικρό πουλί φαιόχρωμο με λοφίο
Γροικώ = Ακούω
Λέρι = Κουδούνι ζώου
Οζά = Πρόβατα
Κλαδερό = Θαμνώδης τόπος
Κατωμέρια = Πεδινές περιοχές
Μαδάρα = Λευκά όρη
Καματερή μέρα = Εργάσιμη μέρα
Σκαμπιλοπαίζω = Παίζω σκαμπίλι, παιχνίδι της τράπουλας
Συγκούρμουλοι = Όλοι μαζί
Ορδινιάζουντανε = Ετοιμάζουντανε
Αμάτι = Μάτι
Ξαργιώ = Απέχω από την εργασία μου
Κατακαίρι = Κακοκαιρία
Ατζεμπις = Άραγε
Κατέω = Ξέρω