Μία από τις παλιότερες ατιμωτικές εγκληματικές πράξεις ήταν η ζωοκλεψιά. Στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία αναφέρεται ότι γίνονταν ζωοκλεψιές και μεταξύ Ολύμπιων θεών. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης – λογογράφος Σήφης Πετράκης στο βιβλίο του «Ιστορίες της Ασηγωνιώτικης Ρίζας» αναγράφει για έναν μεγάλο Ασηγωνιώτη ζωοκλέφτη, τον Μαυρουλοσήφη.
Την εποχή της σκλαβιάς της τουρκικής Κατοχής οι Έλληνες έκλεβαν από τους κατακτητές Τούρκους για να επιβιώσουν. Τέτοιος μεγάλος ζωοκλέφτης ήταν ο Μαυρουλοσήφης. Έκλεβε από τους Τούρκους Αγάδες και τα έδινε στους φτωχούς Έλληνες. Πήγαινε μοναχός κρατώντας το μπαϊράκι της Ασής Γωνιάς, για να φαίνεται ότι ήταν πολλοί. Έκανε πολλές στρατιές. Την τελευταία φορά τα ΄φερε όλα στην Ασή Γωνιά. Κράτησε λίγα και τ’ άλλα τα μοίρασε στους χωριανούς του. Ο Μαυρουλοσήφης πρέπει να ήταν προπάππους του Σπύρου Μαυρουλοσήφη, του Σπυρίδο.
Υπήρχαν και Τούρκοι ζωοκλέφτες, όπως ο Χουσεΐν Αγάς (μπερβανέ, δηλαδή “δυνατός”), αλλά τον σκότωσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι γιατί τους ρεζίλευε.
Ο Μαυρίδος
Μια νύχτα που έριχνε ψιλόβροχο ο Μαυρίδος εκίνησε τη στρατιά για τα κατωχώρια, για να κλέψει καμιά κομματέ γιδοπρόβατα. Του ΄τυχε όμως κακοστρατιά κάπου τον μπαλώταρε.
Γυρίζοντας πέρα από ένα αγροτόσπιτο, είδε στον στάβλο δύο βούγια (βόδια) και τα ΄κλεψε.
Τα πήγε στο χωριό στην κρυψώνα του και σκεφτόταν τι να τα κάνει. Να σφάξει το ένα διακόσιες πενήντα οκάδες. Τσάμπα, στράφι κρέας, τι να το κάνει; Σε δύο μέρες ήρθαν στο χωριό οι αγρότες και αναζητούσανε τα βούγια. Πήγαν στον Μαυρίδο. Τον ρώτησαν. Κάτι έχω ακουστά, περιμένετε και θα σας πω, απάντησε. Ναι, τα βούγια είναι επαέ, αλλά θέλουν τρία αρνιά για να τα γυρίσουν.
Αμέσως, είπαν οι αγρότες, πάμε να φέρουμε τα αρνιά, χαρούμενοι που πλήρωσαν φτηνά τα βούγια τους. Χαρούμενος και ο Μαυρίδος που με τα τρία αρνιά θα περνούσε περίπου ένα μήνα με κρέας. Ο Μαυρίδος έκλεβε ό,τι έβρισκε. Λέγανε ότι δεν άφηνε τα δύο να πηγαίνουν μαζί, έκλεβε το ένα.
Η κλεψιά του γερμανικού γουρουνιού
Τέλη του 1943 οι Γερμανοί χάνουν τον πόλεμο και άρχισαν να μην έχουν αρκετά τρόφιμα. Οι Γερμανοί που υπηρετούσαν στους φούρνους Ανιτσάκη σκέφτηκαν να θρέψουν ένα γουρούνι. Είχαν το αλεύρι για να του φτιάχνουν χουμά και γρήγορα άρχισε να θεριεύει. Είχε φτάσει σχεδόν τις 40 οκάδες, όταν ο γέρος Νίκος Ανιτσάκης, παππούς του Νίκου Ανιτσάκη, δηλαδή πατέρας του Χρήστου Ανιτσάκη, σκέφτηκε να το κλέψει. Το σπίτι του ήταν συνέχεια των Φούρνων. Συνεννοήθηκε με έναν Αϊ Γιαννιώτη που ήξερε να σφάζει γουρούνια, ν’ αποφασίσει την κλεψιά. Βρήκαν ένα μεγάλο σφουγγάρι και το πότισαν γερά με λάδι και το έδεσαν μ’ ένα σκοινί. Το γουρούνι κατάπιε το σφουγγάρι που του έκατσε στον λαιμό. Ο Ανιτσάκης με τον άλλον το τράβηξαν, καθώς αυτό δεν μπορούσε να μουγκρίσει, ούτε να ξεφύγει από το σφουγγάρι. Το τράβηξαν, το πήγαν κοντά σ’ έναν λάκκο που είχε φτιάξει ο Ανιτσάκης και το έσφαξε. Το μοιράστηκαν στα ίσια. Τα υπολείμματα τα πέταξαν στον λάκκο και τα σκέπασαν με το χώμα. Μάταια οι Γερμανοί έψαχναν το γουρούνι τους. Στο τέλος πίστεψαν ότι είχε φύγει και έπαψαν να το ψάχνουν.
*Απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος