Η ζωή σε κωμόπολη έχει ενδιαφέρον. Έχει, ό,τι χρειάζεται ένας μέσος άνθρωπος, που είναι και φυσιολάτρης. Δεν προσφέρει τη νυκτερινή ζωή της πόλης μα, εδώ και πολλά χρόνια, οι αποστάσεις μοιάζουν μία βόλτα με αυτοκίνητο.
H αλήθεια είναι, πως δεν μου έλειψε αισθητά η νυκτερινή διασκέδαση. Υπήρχαν ευκαιρίες γι’ αυτήν, μέσα και έξω από την κωμόπολη που γεννήθηκα και έζησα τα νεανικά χρόνια. Δεν πέρασε καλοκαίρι χωρίς συναυλίες, πολιτιστικά δρώμενα, καταπληκτικές θεατρικές παραστάσεις – κάποιες φορές – μέσα σε υπέροχο, φυσικό, περιβάλλον. Πέρα από τις γιορτές και τα ευχάριστα γεγονότα, διάνθιζαν τις ημέρες και ώρες μου όμορφες, γλυκές συντροφιές. Φίλοι, από τα σχολικά χρόνια, που αργότερα – όπως εγώ – έγιναν φοιτητές και μετά ακολούθησαν χωριστούς δρόμους. Όσο μπορούσαμε, πριν αρχίσουν δεσμεύσεις και υποσχέσεις, σε όλες τις διακοπές του χρόνου, δίναμε όλα τα φιλαράκια το «παρών». Πάνω απ’ όλους, μαζί με τους γονείς μου, κυριαρχούσε η παρουσία του παππού Γρηγόρη. Απαραίτητοι, όμως, μού ήταν και οι σταθεροί, καλοί μου φίλοι. Καθένας με τον χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντα, την προσωπικότητά του. Κανείς δεν ήταν αδιάφορος ή αμελητέος, αλλά οι διαβαθμίσεις υπήρχαν. Ο Μάνος, σπούδαζε ιατρική. Ο Γιώργος, ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός και ο Γιάννης προτίμησε τα οικονομικά. Εγώ ονειρευόμουν αγορεύσεις σε εισαγγελική έδρα. Με συμβούλευε ο παππούς – Γρηγόρης. «Μην είσαι πολύ αυστηρός με νέους ανθρώπους. Να τους δίνεις ευκαιρία να αρχίσουν νέα ζωή. Ό,τι και αν έχουν κάνει, δεν πρέπει να χάνεται για πάντα και η δική τους ζωή. Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις που δεν μπορείς να μην είσαι σκληρός. Τότε, είσαι υποχρεωμένος να τιμωρήσεις κάποιον για βαριά αδικήματα ή εγκλήματα, ανάλογα». Μου έδινε και άλλες συμβουλές, όμως… Μου έκανε συστάσεις, για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρομαι σε φίλους, σε κοπέλες, ανώτερους και ίσους. Ποιος θα ήταν ο πιο σωστός τρόπος να πλησιάσω κάποια , που θα ξεχώριζα για σύντροφο ζωής. Πώς, θα ένοιωθα, αν, αληθινά, τη συναντούσα κάποια στιγμή και καταλάβαινα πως είναι «εκείνη». Δεν μου είχε και πολύ εμπιστοσύνη ο παππούς. Μου έλεγε, πως δεν θα μου έκανε καλό αν συνήθιζα να πετώ, σαν μέλισσα από λουλούδι σε λουλούδι, ή αν έπαιζα με τα αισθήματα των άλλων, για να δυναμώνω την αυτοπεποίθησή μου. Συζητούσαμε, έξω από το εκκλησάκι της Παναγιάς, στην ανθισμένη γη του περίβολου, που τον στόλιζαν αγριολούλουδα και βασιλικοί σε ζαρντινιέρες. Τεντώναμε τους πνεύμονες μας, για να φυλακίσουμε, όσο περισσότερο μπορούσαμε από τον μυρωμένο αγέρα. Αγκάλιαζε τον κυπαρισσώνα της πλαγιάς του βουνού και έφερνε, μέχρι κάτω, το άρωμα των δέντρων, συμπαρασύροντας μοσχοβολιές από τις θυμαριές και τα πεύκα. Μύριζαν τα λουλούδια στις αυλές, που καθόμασταν όλοι οι φίλοι και ζαλιζόμασταν από το άρωμα της γαρδένιας και του γιασεμιού. Οι φίλες μας – νεαρές, όμορφες κοπέλες – γνωστές από τα μαθητικά χρόνια, ομόρφαιναν τις διακοπές μου από το δημοτικό σχολείο. Κάθε μία είχε άλλη χάρη… Η Δανάη, ήταν η πιο επιβλητική. Ψηλή, αριστοκρατική, με μοντέρνες ιδέες, για την εποχή του δύο χιλιάδες, πιο προχωρημένη, αλλά και καλλιεργημένη, γενικά. Η Πηγή, όπως και η Δανάη, κατέληξαν στις σχολές του πολυτεχνείου Κρήτης. Η Πηγή ήταν πιο κατασταλαγμένη και ήσυχη, αλλά ήξερε πως μετρούσε. Η Άννα, ακολουθούσε εκπαιδευτικό κλάδο, γιατί της άρεσε να «χειραγωγεί» κάπως, τα μικρά παιδιά. Τραγουδούσε υπέροχα και δεν κατάφερνε να μένει σοβαρή για πολλή ώρα. Η Ζουμπουλία, φοιτούσε σε σχολή παραϊατρικών επαγγελμάτων. Επιθυμούσε να βοηθά πάσχοντες και μάλιστα, όσους δεν είχαν δυνατότητα αρωγής από συγγενικά πρόσωπα. Αυτό το κορίτσι, αν δεν είχε αυτά τα μεγάλα μελιά μάτια και τα δύο λακκάκια σκαμμένα στα μάγουλα, θα περνούσε μάλλον απαρατήρητο. Την πρόσεχαν μόνο, αν άνοιγε το στόμα της να ‘πει κάτι – οτιδήποτε – όταν οι άλλες καμάρωναν τα παπούτσια τους ή χάϊδευαν τα μαλλιά τους.
Οι συζητήσεις ποιότητας εξαντλούνταν, από δύο τρεις, σε συμφωνίες του Μπετόβεν και κονσέρτα για πιάνο του Μπαχ. Πολύ καλό αυτό! Ανέφεραν ελάχιστα για πολιτική – δεν ήξεραν – και κάτι περισσότερο για κοινωνικά θέματα. Αυτά ήταν το φόρτε της Ζουμπουλίας, που όμως δεν επιβραβεύτηκε, ποτέ.
Δέχονταν όλοι τα κεράσματά της από το σπίτι και άκουγε και αρνητικά σχόλια, μερικές φορές. Θα ήταν καλύτερα, αν δεν είχε ψηθεί τόσο πολύ ή αν θα είχε λιγότερο αλάτι ή αν… αν… Δεν εσχολίαζε εκείνη. Σχολίαζαν πάλι, την επόμενη φορά, για λίγο μα, τα καταβρόχθιζαν, ξανά. Κάποιοι έλεγαν «ευχαριστώ» δεν ήταν ανάγκη»… Κανείς ποτέ, εκτός αν γιόρταζε, δεν κερνούσε. Μόνο η Ζουμπουλία. «Για την παρέα», έλεγε και κουβαλούσε. Δεν ήταν ενωμένη, όσο έδειχνε. Υπήρχε βόλεμα πιο πολύ, σε μία κατάσταση συνύπαρξης, μέσα σε μία ομάδα, όμως, δεν αναγνωριζόταν ισοτιμία, ουσιαστική, στα μέλη της. Πάνω από επτά χρόνια, συνηθίσαμε να λειτουργούμε έτσι. Από την πρώτη Λυκείου, είχαμε δημιουργήσει την ομάδα μας, αλλά, νομίζω, δεν γνωριζόμαστε σε βάθος. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ρίχναμε «κακιούλες» στις συζητήσεις και προσβλητικούς υπαινιγμούς, κάποιες φορές. Η Ζουμπουλία, περιοριζόταν στα… καθήκοντά της στην ομήγυρη και κανείς από μας δεν την στήριζε, όταν κάποιος είχε την έμπνευση να την υποτιμήσει. Πίσω από την πλάτη της, βέβαια. «Δεν μιλεί, γιατί δεν έχει κάτι να μας προσάψει. Καλή είναι, αλλά λίγη», έλεγαν κάποιες. Αυτή η λίγη, ομολογώ, με εντυπωσίαζε ολοένα και περισσότερο. Ανακάλυψα, περνώντας από τον κήπο του σπιτιού της, ν’ ανασάνω το άρωμα της εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς, σπουδαία πράγματα. Η Ζουμπουλία, με την πλάτη γυρισμένη, κρατούσε βιβλίο και διάβαζε.
Αποκάλυψε πως όλο το καλοκαίρι και όχι μόνο, προσπαθεί να μελετήσει βιβλία που γνωρίζει ή να διαβάσει – για πρώτη φορά – άλλα. Ντράπηκα, με αυτή την αποκάλυψη. Δεν εγνώριζα τη φίλη μου. Δεν ήξερα, αφού ποτέ δεν ρώτησα, πώς περνά τον χρόνο, όταν δεν συναντιόμαστε. Πώς γεμίζει τις ώρες της, πέρα από τις συνιθισμένες ασχολίες, τι κάνει; Πρόσεξα το βλέμμα της που προσπαθούσε ν’ αποφύγει, από συστολή, το δικό μου.
Χαμογελούσε αμήχανα και στα μάτια αποτυπωνόταν κάποια θλίψη. «Μπράβο, Ζουμπουλία! Βλέπω, είσαι αξιόλογο κορίτσι». Χαμήλωσε το κεφάλι και έκανε πως μάζεψε από ένα σκαμνάκι τα βιβλία της. «Καλό βράδι, Στρατή», είπε και βιάστηκε να μπει στο σπίτι.
Πρώτη φορά την πρόσεξε. Πρώτη φορά είδε πως τα μαλλιά της είχαν χρυσοκάστανες μπούκλες στο μέτωπο και τα άλλα, τα πίσω, τραβηγμένα ψηλά, αναδείκνυαν τις αρμονικές γραμμές του προσώπου. Δεν βούλιαξαν σήμερα τα λακκάκια της μα, πίστευε πως σε λίγες ημέρες, στα γενέθλια της Άννας – της δασκάλας – θα χαμογελούσε η Ζουμπουλία και θα τρεμόπαιζαν οι λακκουβίτσες στα μάγουλα. Θα είχε τον χρόνο να της μιλήσει, να ζητήσει να χορέψουν, να συζητήσουν, αφού ήταν ενήμερη, διαβασμένη και καλή. Δεν θα είχε και μαγείρεμα, εκείνη τη ‘μέρα, για τη συντροφιά. Στο σπίτι τής Άννας θα γινόταν η γιορτή… Η μόνη που σηκώθηκε να βοηθήσει, ήταν η Ζουμπουλία. Η Δανάη και η Πηγή, με τα ψηλοτάκουνα, λικνίζονταν στο χορό, ίσα – ίσα να μη γλιστρήσουν στο πάτωμα που γυάλιζε. Στη μέση της βραδιάς, η Πηγή φόρεσε παντόφλες και η Δανάη σταμάτησε να λικνίζεται. Ο Στρατής χόρεψε ένα χορό με την Ζουμπουλία. Μύριζαν όμορφα τα μαλλάκια της, που τα είχε αφήσει κάτω, φουντωτά και πλαισίωναν χαριτωμένα το προσωπάκι της. Όμως, δεν χαμογέλασε, καθόλου. Κείνη τη βραδιά σβήσανε, που θα ‘πεις, τα λακκάκια, μια και δεν άνθησε χαμόγελο… Ο Στρατής απογοητεύτηκε, κάπως. Αλλιώς περίμενε τη βραδιά. «Θα την ξαναδώ, πριν φύγει», σκέφτηκε. «Έχω λίγες ‘μέρες ακόμη». Θα στρίμωχνε λίγο τον παππού – Γρηγόρη, να του ‘πει τη γνώμη του. «Τα θαλάσσωσα πάλι, παππού; Πες μου, σε παρακαλώ! Λες να άργησα; Τη γνώμη σου θέλω». Έτσι έγινε. Αυτά είπε στον παππού ο Στρατής και ο γεράκος άφησε τη σοφία να μιλήσει, όπως έπρεπε. «Αν την ήθελες πολύ, θα είχες βιαστεί να το μάθει. Αν τώρα, στ’ αλήθεια, την ανακάλυψες, αν αναγνώρισες σε εκείνη τη σταθερότητα της επιλογής σου, για όλη τη ζωή, βιάσου τώρα! Έκανε όνειρα όλη τη νύχτα ο Στρατής. Τι θα έλεγε στη Ζουμπουλία, πώς θα το δεχόταν εκείνη, τι θα απαντούσε. Χαράματα, τον πήρε ο ύπνος. Το μεσημεράκι, άκουσε φασαρία. Ένα ταξί κόρναρε να παραμερίσει μία κότα, έξω από το σπίτι της Ζουμπουλίας.
Έφευγε εκείνη. Γύριζε στη Θεσσαλονίκη για τις σπουδές της. Χρωστούσε δύο μαθήματα και έπρεπε να πάει καλά. Με αυτά, τέλειωνε τα τέσσερα χρόνια φοίτησης. Ίσα – ίσα, έριξε μία ματιά στον Στρατή και λίγο βάθυνε το ένα λακκάκι στο πρόσωπο. «Παππού», φώναξε ο νέος και ο παππούς ήταν δίπλα του, όπως πάντα για να του δώσει απάντηση και κουράγιο! «Στρατή, αν είναι να γίνει θα γίνει μα, χρειάζεται να αγωνιστείς και σύ». «Θα τα καταφέρω; Τι λες!» Αυτό, κανείς δεν το ξέρει. Μα πρέπει ν’ αγωνιστείς, αν το θέλεις να γίνει, με την καρδιά σου»… Δεν ξαναπήγε ο Στρατής στην παρέα, ξανά. Χωρίς τη Ζουμπουλία η συντροφιά ήταν άχρωμη, άχαρη… Γι’ αυτήν, τόσα χρόνια πήγαινε και δεν το είχε καταλάβει. Ούτε για τη φωνή της Άννας, μήτε για την κορμοστασιά της Δανάης και ακόμη, για τα αστεία της Πηγής.
Άργησε να καταλάβει. Άργησε πολύ. Έχασε ευκαιρία μέσα από τα χέρια του. Όπως είπε ο παππούς – Γρηγόρης, δεν έπρεπε να εγκαταλείψει. Ο χρόνος θα ορίσει. Η μοίρα θα αποφασίσει…