Πρώτη φορά στην Ιαπωνία και πρέπει να πάρω το τρένο από το αεροδρόμιο Ναρίτα για να κατέβω στο Σίντζουκου, τον πιο πολυσύχναστο σταθμό του κόσμου, με περίπου 3,5 εκατ. επιβάτες την ημέρα.
Η αφηρημάδα εδώ δεν συγχωρείται, όμως η Ιαπωνία είναι μια εξαιρετικά οργανωμένη χώρα. Όχι ότι δεν θα μπερδευτείς, αλλά πάντα θα βρεθεί η άκρη – όλο και κάποιος υπάλληλος ή περαστικός θα σε βγάλει από τον λαβύρινθο υποδεικνύοντας τη σωστή κατεύθυνση. Οι Ιάπωνες είναι μαθημένοι να λειτουργούν με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου, και αυτό για έναν τουρίστα είναι σωτήριο. Στο Σίντζουκου συναντιόμαστε με τη φίλη μου την Ελένη, Ελληνογιαπωνέζα που ζει στο Τόκιο τα τελευταία δύο χρόνια. Το λέγαμε από το δημοτικό να ταξιδέψουμε κάποια στιγμή μαζί στην «άλλη» πατρίδα της, το κάναμε πράξη 25 χρόνια μετά.
Το να βρίσκεσαι με έναν ντόπιο σε ένα τέτοιο μέρος είναι πολύτιμο, έχεις την ευκαιρία να δεις τη ζωή όπως πραγματικά είναι, μέσα από ένα πιο φυσιολογικό πρίσμα. Η Ελένη δεν νοικιάζει διαμέρισμα αλλά κρεβατοκάμαρα σε ένα μεγάλο σπίτι. Εκεί θα διανυκτερεύσω κι εγώ. Η σπιτονοικοκυρά, η κ. Σιράκι, μου δίνει το κλειδί για το δωμάτιο: είναι στενό και έχει μόνο ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα και έναν φεγγίτη. Και όμως, πρέπει να είμαι ευχαριστημένη, γιατί ο συγκεκριμένος χώρος στο Τόκιο (μια πόλη όπου το νοίκι για ένα δυάρι στο κέντρο τιμάται περί τα 900 ευρώ) είναι αξιοπρεπέστατος. Πολλές από τις συγκατοίκους μοιράζονται το δωμάτιό τους και κοιμούνται σε κρεβάτι-κουκέτα, κάτω από το οποίο υπάρχει ένα τόσο δα γραφειάκι. Το πολυμορφικό αυτό έπιπλο κλείνει με μια χοντρή μάλλινη κουρτίνα με φερμουάρ και εκεί μέσα περιορίζεται ο προσωπικός τους χώρος.
Αφήνουμε τα πράγματα και βγαίνουμε βόλτα… Το Τόκιο είναι πιο ήπιο απ’ όσο φανταζόμουν, δεδομένου ότι πρόκειται για μια πόλη 9 εκατ. κατοίκων (η μητροπολιτική περιοχή έχει πληθυσμό 38 εκατ.). Στον δρόμο οι άνθρωποι είναι βιαστικοί, αλλά δεν σε σπρώχνουν σαν να μην υπάρχεις, δεν βγάζουν τόσο έντονα τη βιαιότητα της μεγαλούπολης. Περνάμε από το πάρκο Γιογιόγκι, έναν απέραντο χώρο πρασίνου 540 στρεμμάτων με δέντρα γκίνγκο μπιλόμπα, γεμάτο κόσμο που κάνει χαλαρά την περαντζάδα του, και μετά από τον διάσημο σιντοϊστικό ναό Μέιτζι Τζίνγκου, που φέρει το όνομα του αυτοκράτορα Μέιτζι (1852-1912), ο οποίος και σηματοδότησε τη μετάβαση της Ιαπωνίας από το φεουδαρχικό μοντέλο σε δυναμικό παίκτη του δυτικού κόσμου. Πριν από τον Μέιτζι η χώρα ήταν αγροτική, απομονωμένη, και κουμάντο έκαναν οι σογκούν (στρατιωτικοί ηγέτες) και οι νταϊμιό (μεγαλοκτηματίες). Μετά από αυτόν η Ιαπωνία είχε βιομηχανία, σύνταγμα, δυνατό στρατό και έναν πληθυσμό μορφωμένο και εύπορο.
Προχωράμε προς Χαρατζούκου, μια γειτονιά γεμάτη τουρίστες και μικρομάγαζα, όπου πετυχαίνουμε ανοιχτό ένα cat café. Είχα διαβάσει στο Tripadvisor ότι το Τόκιο έχει διάφορα περίεργα στέκια (café με γάτες, café με κουκουβάγιες κ.λπ.), αλλά δεν το περίμενα τόσο εκκεντρικό. Αφού μας ενημερώνουν ότι η χρέωση είναι με το δεκάλεπτο, οδηγούμαστε σε έναν χώρο που θυμίζει σαλόνι γνωριμιών, με πολυελαίους και κόκκινους δερμάτινους καναπέδες, πάνω στους οποίους αράζουν τα γατιά. Είναι όμορφα, μαλλιαρά, αλλά υπερβολικά ράθυμα – νιώθεις πως, ό,τι και να γίνει, δεν θα αγριέψουν με τίποτα στους θαμώνες.
Σειρά έχει μια βόλτα σε ένα από τα πολλά εμπορικά κέντρα της πόλης. Η κατανάλωση στο Τόκιο βρίσκεται σε τόσο υψηλά επίπεδα, που τρελαίνεσαι, ανεβοκατεβαίνεις τις κυλιόμενες σκάλες και αντικρίζεις κάθε φορά έναν νέο φαντασμαγορικό κόσμο: στον πρώτο όροφο γκάτζετ με την Kitty, στον δεύτερο ξυπνητήρια-ρομπότ από το καινούργιο Star Wars, στον τρίτο μποξεράκια με μοτίβο το «Κύμα» του Χοκουσάι (σ.σ. το πιο γνωστό έργο του σημαντικότερου, ίσως, Ιάπωνα εικαστικού του 19ου αιώνα). Η ζυγαριά των δύο κόσμων –στην οποία μονίμως ισορροπεί η Ιαπωνία–γέρνει υπερβολικά προς τη μεριά της Δύσης. Και κάπως έτσι, το έργο ενός μεγάλου καλλιτέχνη της Άπω Ανατολής μετατρέπεται σε τρέντι σλιπάκι.
Πηγή: Καθημερινή