Μετά το τσιμέντωμα της Ακρόπολης τώρα το Υπ. Πολιτισμού με Ν/Σ μετέτρεπε 5 μεγάλα Αρχαιολογικά Μουσεία σε Ν.Π.Δ.Δ. Πρόκειται για τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου Κρήτης, για το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθήνας και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
Απ’ τον Δεκέμβριο 2020, όταν τα μουσεία ήσαν κλειστά λόγω πανδημίας, είχε παρουσιασθεί στο Υπ. Συμβούλιο απ’ την κα Μενδώνη το εν λόγω Ν/Σ., αλλά τώρα κατατέθηκε, να ψηφισθεί. Εν καιρώ θα έχουν την ίδια τύχη και τα υπόλοιπα. Πρόκειται για εμπορευματοποίηση των μουσειακών εκθεμάτων της αρχαιότητας. Επιδιώκονται πολιτικά παιχνίδια παραμεριζομένων των ανθρώπων του πολιτισμού και των τεχνών.
Τούτο δηλώνει την προσφιλή πρόθεση της κυβέρνησης για “ιδιωτικοποιήσεις”. Τα νέα Ν.Π.Δ.Δ. θα διοικούνται από Συμβούλια εξ 7 μελών διορισμένων απ’ την κυβέρνηση εκ των οποίων 2 θα προέρχονται απ’ το Υ.Π.Π.Ο.Α. Τα άλλα 5 θα είναι άτομα “διαπρέποντα στον επαγγελματικό τους χώρο”, ανεξάρτητα αν έχουν σχέση με τον πολιτισμό, αρκεί να είναι “ημέτεροι” του υπουργού. Το κόστος στους φορολογουμένους υπολογίζετο σε 500.000 ευρώ κάθε χρόνο για το καθ’ ένα.
Μ’ αυτό το Ν/Σ διασπάτται ο ενιαίος χαρακτήρας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, “κατακερματίζεται” η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτρέπεται η εξαγωγή αρχαιοτήτων στο εξωτερικό με ίδρυση παραρτημάτων για αόριστο χρόνο, ανοίγεται ο δρόμος για αύξηση των εισιτηρίων εισόδου και της κατάργησης της δωρεάν επίσκεψης. Αποδυναμώνεται ο επιστημονικός και εκπαιδευτικός ρόλος των Μουσείων, ενώ βρίσκονται στον αέρα οι εργαζόμενοι, καταργουμένων 700 περίπου οργανικών θέσεων αντί τα μουσεία να στελεχωθούν με νέες θέσεις. Το εν λόγω Ν/Σ έχει στοιχεία του ιδρυτικού νόμου του Μουσείου της Ακρόπολης για τη λειτουργία του οποίου, έχουν διαμαρτυρηθεί οι εργαζόμενοι.
Το Ν.Π.Δ.Δ. θα μπορούν να δημιουργούν παραρτήματα Μουσείων της Ελληνικής Δημοκρατίας σε ξένες χώρες, όπου θα εκτίθεται ο αρχαίος πλούτος της χώρας για 50, λιγότερα ή περισσότερα χρόνια. Θα υπάρχει κάποιο κέρδος από τα ποσοστά των εισπράξεων για το Δημόσιο, αλλά τότε ο ξένος τουρίστας δεν θά ’χει ανάγκη πια νάρθει να επισκεφθεί στην Ελλάδα τις αρχαιότητες, αφού θα τις βλέπει στη χώρα του. Η ζημιά απ’ τη μείωση της τουριστικής κίνησης θα είναι τεράστια, διότι δεν είναι μόνο τα μουσεία που επισκέπτεται, αλλά και ο τζίρος, που γίνεται στο εμπόριο, στον ξενοδοχειακό κόσμο, στα εστιατόρια, στην πώληση σουβενίρ, στις συγκοινωνίες και σ’ όλες τις κοινωνικές συμπεριφορές των τουριστών.
Οι αρχαιότητες των ελληνικών Μουσείων είναι αναπαλοτρίωτη περιουσία του ελληνικού λαού. Απαιτούν ειδική μεταχείριση. Προέρχονται από ανασκαφές και δεν είναι κλεψίτυπες όπως του βρετανικού μουσείου και του Λούβρου, τα εκθέματα των οποίων είναι αποικιοκρατικά.
Διαβούλευση από πλευράς της πολιτικής ηγεσίας με την Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν υπήρξε ποτέ και η κα υπουργός όταν λέει ότι τα Μουσεία θα εκσυγχρονισθούν και θά ’χουν οικονομική αυτοτέλεια, δεν πείθει κανέναν.