Ήμουνα, που λες, στο χειρουργείο με τους γιατρούς σκέτο μάτια να ξεχωρίζουν και φώτα πολλά να με τυφλώνουν, σκεφτόμουνα πως θα τιμωρήσουν όλους αυτούς που κατακλέψανε το κράτος, και χαλάρωνα. Ως έκλεισα τα μάτια μου με τον αναισθησιολόγο να διαμαρτύρεται μην και χάσει την επαφή μαζί μου, είδα την κυρά Νίτσα του Σκουλακογιώργη τη θυγατέρα, που, για να μας δείξει δα πως εγίνηκε πρωτευουσιάνα στους δυο μήνες που καθάριζε σκάλες στο Παγκράτι, από Σουλτάνα απόμεινε σκέτο Νίτσα, την είδα καθαρά, που λες, να έρχεται λαχανιασμένη κατά πάνω μου.
– Με κυνηγούν, κρύψε με!!!
– Ποιος σε κυνηγάει.
– Το Κράτος.
– Κι ήρθες σε μένα να σε κρύψω; Λάθος πόρτα χτύπησες. Τι έκανες. Λέγε.
– Έλα ντε. Με κυνηγούν επειδή δεν έκανα τίποτα.
– Δεν καταλαβαίνω.
– Σάματις εγώ;
– Για λέγε.
– Είπε, λέει, ο Σαμαράς, αυτόν δεν έχουμε υπαρχηγό;
– Ντροπή σου. Πρωθυπουργός είναι.
– Ναι αλλά τον διατάζουν, κάνε τούτο, κάνε κείνο…
– Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε διώξω. Λέγε να καταλάβω.
– Είπανε, πως άμα βρίσκουν κανένανε που δεν έκλεψε, δε σκότωσε, δεν καταχράστηκε, θα τον κλείνουν φυλακή.
– Άλλο πάλι, τούτο. Μα είναι δυσεύρετοι σήμερα.
– Θα βρούνε αυτοί. Ό,τι θέλουν, το βρίσκουν.
– Κι άμα δε βρούνε θα κατασκευάσουν, έ;
– Να που ξεξύπνησες μια στάλα. Να φανταστείς, ο Βάγγος, αυτοπροσώπως, πήρε μιαν αγκαλιά δικούς του και πήγε στον ίδιο τον υπουργό. «Κύριε υπουργέ, του είπε, με τούτο το νόμο, θα μείνουν άδειες οι φυλακές. Ντροπή μαθές είναι. Τι θα λέμε στα αφεντικά τα μεγάλα. Δώσε το λοιπό σε τούτα τα κλεφτρόνια ένα χαρτί πως είναι καθαροί να τους κλείσουμε μέσα».
– Και τι απάντησε ο υπουργός;
– Χαλάει χατίρι στο Βάγγο που σέρνει τρία τσαντίρια ψήφους πίσω του; Δε χαλάει.
– Δεν τα καταλαβαίνω κυρία Νίτσα. Και μετά;
– Τι μετά. Θα βγούνε οι μεγαλοκλέφτες κι οι μπαγαπόντες όξω, να δουλεύουν αυτοί, να ταΐζουν εμάς.
– Και ποιος θα μας κυβερνά. Όλοι αυτοί στο γκουβέρνο που κατά που λένε είναι τίμιοι, δε θα πάνε κι αυτοί φυλακή;
Εδώ έβαλε κάτι γέλια η αθεόφοβη, που την άκουσαν ως πέρα στην πλατεία και νάσου η αστυνομία. Θελήσανε να την πάρουν γιατί είχανε πληροφορίες από τις μυστικές υπηρεσίες πως ήτανε νομοταγής, κι ας χρώσταγε πολλές χιλιάδες στην εφορία. Γι αυτό κι απόρησα:
– Καλά εσύ κ. Νίτσα απ’ ό,τι ξέρω είσαι και φοροφυγάς και σύνταξη μαϊμού παίρνεις κι ένα σωρό τέτοια. Πώς και σε κυνηγάνε σαν νομοταγή.
– Αχχ κ. Γιώργο, σε αποβλακώσαν τα γράμματα. Αφού είπαμε. Ο Βάγγος, κι ο Νώντας, δικοί μου αθρώποι και της κυβέρνησης είναι, μας δώσανε λευκό ποινικό μητρώο για να μπούμε μέσα να ελέγχουμε δα και τους τίμιους με βούλα εκει μέσα μη πολυτρώνε και κακομαθαίνουν. Μη πεινάσουν κι οι βουλευτές.
Εδώ κι αν μπερδεύτηκα, μίλησα:
– Άμα βγούνε όλα τα «καλά παιδιά» όξω δε θα αλληλοσκοτώνονται;
– Όχου! Αυτό δε γίνεται και τώρα; Κόβουν κεφάλια όχι με μαχαίρια, αλλά με το γάντι. Με την αλλαγή ετούτη θα κοπούν στ’ αλήθεια κεφάλια θα ξεκαθαρίσει η ήρα απ’ το σιτάρι, και, λένε, σ’ ένα χρόνο θα δουλεύει το Κράτος ρολόι.
– Δηλαδή, ο κλέψας του κλέψαντος κι όποιος προλάβει να σκοτώσει τον άλλον.
– Μου είπε ο Νώντας πως οι δυνατοί θα μας κυβερνούν πια.
– Τώρα, ποιοί μας κυβερνούν;
– Ναι αλλά τότε, θα γίνονται όλα στο φως. Κατάλαβες;
– Ομολογώ πως όχι.
– Καλά το ‘πα. Τα πολλά γράμματα χαλούν τον άθρωπο.
– Σίγουρα. Ό,τι πολύ, βλάπτει. Εκτός απ’ την τρέλα. Και μετά;
– Δεν έχει μετά. Στο σκολειό που πάγαινες δε διέβασες, τι είπε ένας παλιός άθρωπος; «Το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό».
Κείνη την ώρα ένας βρόγχος με έπνιγε κι άκουσα μια δυνατή φωνή.
– Ξυπνήστε κύριε Γιώργοοο!
Ήταν ο αναισθησιολόγος. Νόμιζε πως πέθαινα.
– Λες να ‘ν’ αλήθεια;….
*gkamvysellis@yahoo.gr