Μυρίζει νύχτα, βρεγμένο χώμα και ιδρωμένη σιωπή. Μου είχες γράψει. Πάνε αιώνες τώρα. Οτι θα ξημερώσει σύντομα. Κι έχουν περάσει σύμπαντα και σκοτεινά αποτσίγαρα. Κι όμως. Το πίστεψα τότε. Το πιστεύω και τώρα. Καθώς τα νυχτοπούλια φτερουγίζουν πάνω στις χαμένες ηλιαχτίδες. Παραμιλούν τα χρόνια κι οι στιγμές τ’ ακούν και χαμογελούν πικρά. Όπως το άρωμα του νυχτολούλουδου. Κάτι μεθυσμένα καλοκαίρια. Δεν ξέρω του κόσμου τούτου τα βήματα. Χορεύω με τα δικά μου. Που κοίτονται, μέσα σε αφηρημένα βλέμματα. Κι η νύχτα, μικρή κι ατέλειωτη. Ξαπλωμένη σε ασβεστωμένα πλατύσκαλα και σφιχτοδεμένη με μαύρο κεφαλομάντηλο. Κι ο ορίζοντας, παράταιρα όμορφος. Σιγοτραγουδώ κάτι ξεχασμένα λόγια. Κάτι ξεχασμένους ρυθμούς. Σα παράφωνος καπνός, πάνω σε στιγμή βρεγμένη. Από τη μακρινή αλμύρα. Που, όνειρο ήταν λες. Μέσα στα τρίσβαθα των Ερώντων και των γιασεμιών. Και ύστερα, εσύ, φως του Αυγερινού. Ξημερώνει. Όπως το είπες.