Εκ Μαργαριτών Ρεθύμνης
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
ΡΕΘΥΜΝΟ ΜΟΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
«Η ΓΟΥΜΕΝΑΡΑ»
Ψυχή του λαού μέσα στο μοναστήρι είτανε ο γούμενος, “Η ΓΟΥΜΕΝΑΡΑ” όπως τονε λέγανε για το θεωρατικό* του διώμα*.
Ο Χατζή Γαβριήλ (Μαρινάκης εκ Μαργαριτών Ρεθύμνης) είτανε μελαχρινός στην όψη, σγουροπλατυγένης και με μάτια μεγάλα σα ν του καματερού*, που μαυροκαίγανε μέσα στις φωλιές τους.
Η φωνή του βροντούσε στις σύναξες, αμή κελαηδούσε έτσι γλυκά μπρος στο ψαλτήρι, που η εκκλησία αναγάλλιαζε να τονε γροικά*.
Δεν είχε πατημένα τα σαράντα και το δυνατό του κορμί, ας ήτανε τυλιμένο στα ράσα, το μολογούσε στο κάθε του σάλεμα*.
Η ψυχή του δεν εκάτεχε ήντα θα πει φόβος.
Στην εορτή του Μοναστηριού – 21 του Μαγιού – γη στα 63 γη στα 64 (1863- 64) οι προσκυνητάδες είχανε στέσει το χορό στο πετραλώνι.
Ένας Ανωγειανός Μιχάλης Σκουλάς με τ’ όνομα, έδωκε ένα σάλτο απάνω στις όρτσες* και έριξε με το στιβάνι του από τη κεφαλή νιούς* χωριανού ν του, τη σπαστή του φεσάρα.
Οι Σφακιανοί δαγκαθήκανε* να δούνε τέθοια λεβεδιά και μουρμουρίσανε* αναμεταξύς τους να τονε σκοτώσουνε.
Ο Γούμενος τ’ ανεργιάστηκε*, εμπήκε αναμεσάντονε και έσυρε φωνή:
«Ανέ βαρείτε του Σκουλά, να το κατέτε: Κιανείς Σφακιανός δε θα γαήρει* ζωντανός στο χωριό ν του.
_ Ομπρός στσοι όρτσες λυράρη».
«ΠΑΝΤΕΡΜΗ ΚΡΗΤΗ» Π.ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ
Θεωρατικό διώμα ωραία εμφάνιση
Καματερό μεγαλόσωμο ζώο…
Γροικώ ακούω (αγρός + οίκος)
Σαλεύω κινούμαι (αρχαίο σαλεύω)
Όρτσες δοξαριές (δυνατές και διαλεχτές) Ιταλ. Orza κόντρα στον άνεμο
Νιούς ενός
Δαγκαθήκανε δάγκωσαν τα χείλη τους-προσβληθήκαν
Μουρμουρίζω ψιθυρίζω κουβεντιάζω
Ανεργιάζομαι ή ανεδιάζομαι παίρνω είδηση (ανά + ιδέα)
Κατέτε ξέρετε (κατά + έχω) κατέχω
Γαήρει επιστρέψει- γυρίσει
ΠΡΟΣΕΧΩΣ : «ΓΟΥΜΕΝΑΡΑ» ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ