Στο οίκηµα και στο κύριο δωµάτιο, από πέτρα και ξύλο, δεν υπήρχε κανένα ρολόι. Ούτε ρολόι τοίχου ούτε ρολόι χεριού. Και η ώρα είχε ένα ιδιόµορφο κίτρινο χρώµα. Σάµπως τα φύλλα του χρόνου πληµµύρισαν µα απανωτά φθινόπωρα του παρελθόντος. Θερισµένα στάχυα και λιωµένα κεριά στα χάλκινα µανουάλια από θρησκευτικές τελετουργίες σε πάµπολλους ναούς και ξωκκλήσια στα τριγύρω χωριά της επαρχίας και σε τούτο.
Το βλέµµα έσταζε ρανίδες ιδρώτα νοσταλγίας, τοξοβολώντας ένα ραγισµένο βεληνεκές φωτός απέναντι, στις δύο πόρτες και στα δύο παράθυρα. Από τοίχο σε τοίχο. Τοίχο, τοίχο…
Κίτρινοι, ωχροί, κέρινοι, σαν ταπετσαρίες παµπάλαιες, βαµµένες µε φλόγες της ιστορίας, ξεθωριασµένες από τη βούρτσα των αχτίδων του ήλιου προς τη δύση και τα άστρα τώρα.
Μία ανάµνηση αναδύθηκε αστραπιαία, µε βρόντο, µέσα από το πέλαγος της ψυχής εκείνου του ανθρώπου µε το προσηλωµένο βλέµµα. Ήταν µοναχικός, ξεχασµένος, αποµονωµένος και απορριπτέος στην κοινωνία που ζούσε, εδώ και χρόνια. Με την αδήριτη ανάγκη εργασίας, επιβίωσης, αντοχής, άµυνας, αντίκρυ σε όλους και όλα. Και κατά πάντων.
Περιµετρικά, οι άλλοι άνθρωποι, ντόπιοι και ξένοι, γλένταγαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, έτρωγαν, έπιναν, φλυαρούσαν, µεθοκοπούσαν, κουτσοµπόλευαν, ειρωνεύονταν, έβριζαν, χασκογελούσαν.
Η ατµόσφαιρα ήταν κεντηµένη και ράντιζε λίβα και σκόνη. Ακόµα και οι πέτρες µέσα στο δωµάτιο ήταν ζωγραφισµένες µε τον χυµό κίτρινων σταφυλιών και ρετσίνας.
Ένας αναστεναγµός σήµανε µια ιδιαίτερη στιγµή. Κύλησε στο τοπίο του δωµατίου, στο σχήµα ενός ήχου κίτρινου, όπως θηµωνιά σε ανεµοστρόβιλο, απλώνοντας στον χώρο.
Κι ένα δάκρυ φουσκονεριάς αναδύθηκε, θαµπώνοντας τα φινιστρίνια της όρασης.
Απουσία. Οριστικό. Τετελεσµένο. Κενό ζωής. Κανένας σκοπός, κανένας στόχος, κανένα ιδιαίτερο συµβάν, καµία σχέση. Κι ούτε ένα βιβλίο στο περβάζι. Ψυχορράγηµα. Πέτρα µονάχα πάνω στην πέτρα, καλυµµένη µε κίτρινο σοβά, µε τον αγέρα να ξεπλέκει τα φύλλα του πλατάνου σε αποχρώσεις καθόδου στα σοκάκια, στους υπονόµους, στις αυλακιές, σε σκαλιά, αυλές και στο χώµα. Από το µεταξωτό πράσινο στο ορειχάλκινο, στο αργιλώδες, προς τις σκοτεινές, αόρατες πλάκες του Άδη.
Η καµπάνα του Αγίου Νικολάου χτύπησε µία µόνο φορά. Και µισή. Ο ήλιος άδειασε όλα του τα φλούδια από λεµόνια στο µακρινό πέλαγο αριστερά, διαγώνια, γιοµίζοντας την καλαθούνα του πορτοκάλια στο χρώµα της πυρκαγιάς, που γινόταν αργά, σιγά, όλο και πιο ηφαιστειακή.
Κανένα σηµάδι, κανένα σύµβολο υψηλού, πουθενά, κανένα ιδιαίτερο στοιχείο ζωής. Ξανά και ξανά. Ολοένα.
Και τότε, στη συνειδητοποίηση αυτή, το βλέµµα ανασηκώθηκε πιο πάνω, αντικρίζοντας το τζάκι- παραστιά στον ζερβό τοίχο, πισωγυρίζοντας εκεί στη γωνία µε το ξεθωριασµένο και ελαφρά χαλασµένο πάτωµα. Ο σοβάς ήταν σκασµένος, σκορπισµένος στην οθόνη του τοίχου, σε αµέτρητα µηδενικά.
Η µνήµη εξερράγη άξαφνα, δίχως αιτία, δίχως αφορµή, ανεξήγητα, µε µυστήριο τρόπο. Έφερε στην επιφάνεια της σκέψης του µοναχικού ανθρώπου µε πόνο και φτώχεια, την ψηφίδα ενός νοµίσµατος, µε την αφή της γλυκιάς θέρµης κερήθρας, όλο απαλότητα ελπίδας. Για ποιο πράγµα, άραγε, όµως;
Πριν από καιρό, όπως καθάριζε αραιώνοντας ένα κοµµάτι γης στον κήπο του σπιτιού του από χλωµά αγριόχορτα, κλαδιά, αγκάθια και θάµνους, µαζί µε τα ξερά φυτά, ξερίζωσε εντελώς τυχαία, ένα νόµισµα. Ήταν από τον καιρό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, µε γραµµένη τη χρονολογία του έτους 1277.
Το ανέβασε στην κουζίνα, το έτριψε µε το σφουγγάρι και, έκπληκτος, βλέποντας µιαν ιδιόµορφη γραφή, επικοινώνησε µε την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Εκείνη τον συµβούλεψε να προσθέσει στον τετραψήφιο αριθµό τη χρονολογία της Εγίρας, το 622, έτσι ώστε να προκύψει η χριστιανική χρονολογία του νοµίσµατος: το έτος 1899.
Της το παρέδωσε αργότερα, εκπληρώνοντας την υποχρέωση και υπόσχεση ενός τίµιου Έλληνα πολίτη.
Και τότε, µε τη σκέψη ετούτη, ξεκίνησε η εµµονή του ερωτήµατος: Πού ήταν η χάρτινη εικόνα του την οποία είχε φυλάξει ξεπατικώνοντας το; Αφού είχε αδειάσει ντουλάπια, συρτάρια, φακέλους, µπαούλα, κουτιά και δεν το είχε βρει πουθενά.
Η στενοχώρια του τον έσπρωξε απαρηγόρητο στην καρέκλα. Λες και είχε τυφλωθεί, δεν αντίκριζε τίποτα πια, παρά µόνον τη µοναξιά, το ανούσιο, το ατελεύτητο, την ασηµαντότητα. Προπάντων έλλειψη πολιτισµού, αρχής γενοµένης από τον ίδιο, που τόσο τον έθλιβε, τον εξουθένωνε, τον έφθειρε.
Μια µικρή φλόγα σωτηρίας άναψε στο εικονοστάσι του στοχασµού του. Ο οίστρος της γραφής του άυλου µέσα στη ύλη. Το ένστικτο του ανθρώπου που αισθάνεται ετοιµόρροπος, πεταµένος στα απορρίµµατα των άλλων ανθρώπων.
«Θεέ µου, οδήγησε την πεθαµένη ψυχή µου σε µία γωνία µικρής ευλογίας και παρηγοριάς. Βοήθησε τον καηµό µου ν’ ανθίσει δύο στιγµές µονάχα, ανάµεσα στο σχίσµα του παρόντος µου. Κι εγώ, άνθρωπος είµαι. ∆είξει µου κάτι ουσιαστικό… ∆είξε µου ένα µικρό σου θαύµα, να ζήσω…»
Κοίταξε την εστία. Ήταν οθωµανική, µε ανάγλυφες πλευρές, λευκό γείσο, και κράσπεδο ψηλό, παχύ, σκληρό, ανθεκτικό.
Τα γεωµετρικά του σχήµατα ήταν γωνίες, καµπύλες και κοίλα, τα φώτα, σε ύψος περίπου τριών µέτρων ίσαµε το στόµιο της καµινάδας επάνω στην κεραµιδένια στέγη, όπου κάθονταν περιστέρια συνήθως και δεκαοχτούρες.
Όλο το υπόλοιπο ήταν βαµµένο στο χρώµα της νύστας του θεού Ήλιου, γέρνοντας ν’ αποκοιµηθεί στο Κρητικό Πέλαγος, την ώρα που πλησιάζει το αστέρι του βοσκού στον ορίζοντα.
Αυτά σκεφτόταν τώρα. Και αργά, σιγά, η λύπη του κωπηλατούσε κατηφορίζοντας προς το απέραντο, ξαλαφρώνοντας η ψυχή του κι επιστρέφοντας στο ανέµελο, το τρυφερό, το απαλό και περίλαµπρο φως του µοναδικού αναµµένου κεριού στο µανουάλι ενός αντίστοιχου ολοµόναχου, κλειδωµένου και µισοξεχασµένου ξωκλησιού στο χωριό, µε την εικόνα της Παναγίας αγκαλιά µε τον Χριστό, υψωµένη, εκείνη, που ένας πρόγονος…
…είχε ονειρευτεί πως ήταν στο χώµα κάπου δίπλα και ψάχνοντας την αργότερα στον ξύπνο του, την ανέσκαψε, τη σήκωσε ψηλά, προσκύνησε, την καθάρισε προσεκτικά και την αφιέρωσε σ’ εκείνο το µέρος, χτίζοντας µε τους συγχωριανούς ένα εκκλησάκι µινιατούρα, δίπλα σ’ ένα παλιό, κρυφό σκολειό από τον καιρό της Τουρκοκρατίας.
«Σήκω!» έκραξε µία φωνή δαιµονική µέσα του. «Κάνε κάτι! Ξύπνα! Ζήσε!»
Πετάχτηκε από την καρέκλα στο πέτρινο, άδειο περβάζι του σπαραγµού, αντίκρυ, και άνοιξε το ντουλάπι αρπάζοντας τη συρµατόβουρτσα που είχε αφήσει ο µπάρµπα – Γιάννης, ο µάστορας, για περαιτέρω δουλειές στο χτίσµα.
Το εµµονικό σχέδιο που είχε καρφωθεί στο µυαλό του, ήταν να καθαρίσει το εσωτερικό του τζακιού- παραστιάς, πέρα από την αρµοδιότητα του επαγγελµατία που θα ΄ρχόταν σε δύο- τρεις ηµέρες για επιδιορθώσεις µέσα εδώ.
Επιθυµούσε πλέον να προβάλει την παλαιότητα του, σβήνοντας το σαθρό εσωτερικό τσιµέντο που µετατρεπόταν κοντά στο γείσο σε κόκκους άµµου.
Εδώ και χρόνια, δεν άναβε πια ούτε για φαγητό ούτε για θέρµανση.
Άρχισε να τρίβει και να ξύνει τους τρεις τοίχους εντός.
Στιγµιαία, δύο κραδασµοί παράταιροι έκρουσαν τον τάφο της καρδιά του. Ήταν ο πόνος του χαµού της εικόνας του οθωµανικού νοµίσµατος και ο πόνος της λήθης των συνανθρώπων του, που συνήθως προτιµούν τη διασκέδαση, την ηδονή και το στιγµιαίο λάφυρο της ύλης, από το να στηρίξουν έναν άνθρωπο ολοµόναχο, φτωχό, πονεµένο και τον πολιτισµό, την ιστορία και την παράδοση του τόπου.
«Κράτα, δειλέ άνθρωπε! Χαµένε! Κράτα! Αλλιώς καλά να πάθεις!»
Ποιος του µίλαγε και τον έσπρωχνε τώρα; Το ένστικτο ήταν! Η συνείδηση του! Η Ειµαρµένη του εκούσιου της βούλησης, του έλλογου στοχασµού, του άυλου!
Έτριβε και έξυνε ξανά και ξανά τους τοίχους. Η πέτρα έκανε την εµφάνιση της, παλιά, γερή, πολεµική, ανάγλυφη, γεµάτη ίχνη ιστορίας, µνήµης και λήθης.
Ένα πετρωµένο πεπρωµένο, που ο σύγχρονος άνθρωπος, ο σύγχρονος κόσµος, το είχε ξεχάσει, δεν το κοίταζε όταν έµπαινε µέσα στο δωµάτιο, αδιαφορούσε, προτιµώντας ένα ποτήρι τσικουδιά, µία είδηση απόγνωσης, για να νιώθει ανωτερότητα και βόλεψη, κάτι που κεντρίζει τη γεύση, την όσφρηση, την αυταρέσκεια, τη µαταιοδοξία και την «ανωτερότητα» του σύγχρονου τρόπου ζωής. Προτιµώντας µία κολακεία, έναν ερωτισµό, µία υποκρισία, µία µεταµφίεση, µία προσωπίδα συναισθήµατος, έναν υποψήφιο πελάτη, συνέταιρο, ερωµένο, όλο χρήµα κάποιον, έναν τίτλο, ένα καινούργιο περιουσιακό στοιχείο, µία θέση στην αναξιοκρατία… Αχ!
Θυµήθηκε ότι εκεί µέσα, αλλά και έξω βγαίνοντας, ορίζοντας δεν υπήρχε. Ήταν παντού, τα πάντα κλειδωµένα, φυλακισµένα σε πανύψηλους τοίχους, ιδιωτικής ιδιοκτησίας και µεγάλης περιουσίας κι επιχειρηµατικότητας.
Η φαντασία του απελπισµένη, σε απόγνωση χτύπησε το καµπανάκι του επείγοντος. Του φάνηκε τότε πως είχε γίνει κρουστός ο ορίζοντας απέναντι προς τη θάλασσα, που τόσο του έλειπε. Ο ορίζοντας, ο οποίος, στο µυαλό του µάστορα, θα έµοιαζε µε αλφάδι. Για κείνον όµως, φάνταζε σαν χορδή µουσικού οργάνου. Αρχαίας ελληνικής άρπας, που την έκρουσε προφητικά, συµβολικά ένας θεός. Ο Απόλλωνας, προβάλλοντας τον κωδικοποιηµένο ήχο ενός χρησµού, που κυµάτιζε µακριά, στο σκουρόχρωµο κυανό των υδάτων, προς το χρώµα της νυχτερινής µελάνης, για τις επόµενες γραφές της τέχνης της ζωής.
Πλάι του, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, νύχτα πια, µε τα φώτα όλα αναµµένα δύο ώρες αργότερα, µέσα στο κίτρινο των φαναριών και των λαµπτήρων, του τζακιού και των τοίχων, µε το σώµα και το πρόσωπο µούσκεµα από τον ιδρώτα, ήχησε ξεφωνίζοντας ένας κρότος απότοµος, κραταιός. Ήταν η πτώση ενός κοµµατιού από τσιµέντο κι εκείνος, ολάκερος επίσης, γεµάτος σκόνη, µούχλα, ασβέστη και κίτρινο της ώχρας, τσιµέντο και σοβά, σε κόκκους και ψηφίδες.
Ντλιν! Ντλιν! Ακούστηκαν τώρα δύο ήχοι µικροί, λεπταίσθητοι, µεταλλικοί, σαν παρατηµένα κουδούνια σφαγµένων προβάτων και δύο ροβολίσµατα επάνω στο κράσπεδο της εστίας µέσα στο χώµα, σε κοµµάτια τσιµέντου, σοβάς σε χαλικάκια και ασβέστη.
Άπλωσε το δεξί του χέρι και ψηλάφισε τα οικοδοµικά υλικά βάζοντας τα στο κίτρινο φαράσι. Στο κράσπεδο είχαν αποµείνει τώρα ολοφάνερα, δύο νοµίσµατα σκουριασµένα, λιγάκι θολά.
Το πρώτο ήταν πολύ µικρό, τόσο, που αν έπεφτε σε καµιά χαρακιά ή τρύπα, στις σανίδες του πατώµατος, δεν θα το ξανάβρισκες εύκολα, παρά µε πολύ κόπο.
Στη µία του όψη είχε τις συµβολικές λέξεις «ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», «1900» µε ένα στέµµα στη µέση και στην άλλη, «5 ΛΕΠΤΑ», µέσα από ένα στεφάνι, δόξας.
Το δεύτερο νόµισµα ήταν µεγαλύτερο. Στη µία µεριά κυριαρχούσε η θεά Αθηνά, σαν προτοµή µε µεγάλη περικεφαλαία και στην άλλη, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΜΙΑ ∆ΡΑΧΜΗ», Β 1926.
Τι ήταν αυτό που είχε συµβεί;
Γέλασε. Θυµήθηκε ένα βιβλίο που είχε διαβάσει για την άλλη µεριά του νοµού Χανίων Κρήτης, πριν το «φεύγα» των Τουρκοκρητικών, τότε που έκρυβαν τα νοµίσµατα τους και το χρυσάφι κάτω από πέτρες, τροχάλους, σε χαντάκια, χωράφια, χαράδρες, ελιές, σε κορµούς διαφόρων άλλων δέντρων, ελπίζοντας ότι κάποια στιγµή θα ξαναγύριζαν πίσω στην Κρήτη, στις περιουσίες τους, θα έσκαβαν και θα τα κράταγαν ολόδικα τους.
Και τα έβρισκαν µετά οι ντόπιοι Χανιώτες, µε τις οθωµανικές περιουσίες πλέον στα χέρια τους, σκάβοντας τοιχώµατα, φράχτες, σκαλιά και κατώφλια, ψάχνοντας σε άνυδρα και µη πηγάδια, στέρνες και χίλια δύο άλλα µέρη: στάβλους, υπόγεια, αποθήκες, κελάρια, καταπακτές, σοφίτες, οντάδες, µάρµαρα, πλακάκια, γούρνες, ψηφιδωτά. Κι είχανε βρει θησαυρούς µπόλικους.
Η ψυχή του γέµισε θαλασσινό νερό. Εκείνο που του έλειπε χρόνια και το διάβαζε µανιωδώς για να το ζωγραφίσει η σκέψη του, µιας και δεν µπορούσε να το προσεγγίσει αλλιώς, να εισδύσει, να το αγγίξει, να το γευτεί, να το δει και να το ταξιδέψει.
«…Χαµαί πέσε ∆αίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου µάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν…»
Να λοιπόν, που παρ’ όλ’ αυτά, αν και ο Φοίβος Απόλλων είχε εξαφανιστεί, τα Μαντεία, οι µάντεις, γυναίκες και άνδρες, το µαντικό ένστικτο του σύγχρονου πονεµένου Έλληνα, όλο αγάπη και πόθο, πάθος και νοσταλγία για το παρελθόν, την ιστορία, τον πολιτισµό, τη γνήσια ρίζα του τραγικού, του φιλοσοφικού, µέσα σε µιαν απλή στιγµή όλο λιτότητα, δωρικότητα, σαν ένας πανάρχαιος ή παµπάλαιος ελληνικός µύθος, στόχος, γεµάτος στάλες από το Αιγαίο και Κρητικό Πέλαγος, το γαλάζιο των αρχαίων λέξεων, τη δραµατικότητα της ζωής του Έλληνα, τον ηρωισµό της άµυνας της χώρας, µ’ έναν στρατό τόσο δα µικρό, ενάντια στην τεράστια µάζα των εχθρών πολεµιστών, µε αναρίθµητα κανόνια, όπλα, σφαίρες…
Κάτω από βροχή δακρύων, ο άνθρωπος ντυµένος µε ενδύµατα ονειροφαντασίας, έξω από το τρωτό, το καθηµερινό, το κοινότοπο, το άφθονο χρήµα, τον παρασιτισµό και την αληθοφάνεια, κάλεσε τις Μοίρες και τις Ευµενίδες, για να τον δικάσουν και να προβούν σε τελική ετυµηγορία και ιδού: το θαύµα της δυστυχίας, µέσα στο θαύµα της στιγµής, όταν το άτοµο νιώθει ότι κατρακυλά προς τη Λήθη, την απόρριψη, τον µαρασµό, την παρακµή και τον θάνατο που οδηγεί στην ανάταση και στην πληρότητα, στο κλείσιµο του κύκλου προς την ολότητα και την επίτευξη της µυστικής εντολής ενός σκοτεινού θεανθρώπου.
Πλάι στο χώµα και στη ρίζα ενός πανέµορφου δέντρου, φυτού ή άνθους, φυτρώνει, βλασταίνει και ανατέλλει όλο µπουµπούκι ο Θεός της Ανατροπής, του Οίστρου, της Ελπίδας και της Αναγέννησης, της Ανάστασης. Κι εκεί που αποµένει µια στιγµή µονάχα, για την τελική πτώση, για τον θάνατο, τη στάχτη του σώµατος, της ψυχής και του πνεύµατος, υλοποιείται το άυλο και σου βάζει στο χέρι, ένα ζευγάρι στιγµές. Της Ελληνικής Ιστορίας, µε το θαύµα της ανθρώπινης θέλησης και της αγάπης του υπέρτερου.
Ας πίνουν λοιπόν οι άλλοι, ας τρώνε όταν εσύ πεινάς και δεν έχεις ούτε ένα ψίχουλο ψωµί, ας ερωτοτροπούν και ας µεθοκοπάνε κουβεντιάζοντας για χρήµα και αίγλη.
Η πόρτα της ανθρώπινης ψυχής άνοιξε διάπλατα, πλευρίζοντας τους µεταλλικούς οφθαλµούς της ελληνικής Ιστορίας και του πολιτισµού, για µελλοντική αποστολή και παράδοση στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
Και ω του θαύµατος! Η ζωή του από εκείνη τη στιγµή, άλλαξε απόχρωση πνεύµατος. Από το απόλυτο σκότος πέρασε στο ξηµέρωµα, στο χρώµα του τζακιού, της ώχρας του θεού Ήλιου, του Στοχασµού, της Συνείδησης και του νικητήριου, προϊστορικού Ενστίκτου.
Και τι σύµπτωση! Με το κίτρινο φως του ήλιου και της δύσης, η ψυχή του γέµιζε απογοήτευση, απόγνωση, σκοτάδι και θάνατο.
Με το σκοτάδι, που αρχίνιζε όχι από τον ουρανό, αλλά µε τη σκουριά που ξεπρόβαλε από τα δέντρα, µεταµορφωµένα σε ξετυλιγµένα σιδερικά, σε ρολά, πρίσµατα και κυλίνδρους, ανυψωνόταν πια προς τη ζωή, την έµπνευση, τη γαλήνη και τη χαρά του νόστου στον εσώτερο κόσµο του πνεύµατος και στον εξωτερικό, του συµπαντικού, της µαγείας, του κινήτρου και τέλος, ιδίως στη σοφία που υπάρχει µέσα στον άνθρωπο, και όχι εκτός του.
Οφείλουµε, λοιπόν, να την ανακαλύψουµε µε τέτοια περιστατικά, φαινοµενικά µικρής, συµπτωµατικής αξίας, ενώ στην πραγµατικότητα, αυτά είναι που καταδεικνύουν το µέγιστο θαύµα, τη µέγιστη µαντεία, µαζί µε την ύψιστη στιγµή, σκέφτηκα.
Και είπε κλείνοντας το κεφάλαιο του ηµερολογιακού του προφορικού λόγου:
«∆εν θα ξαναταξιδέψω στην πληγή και στον πόνο. Η Ελλάδα µε λυτρώνει».