6.4 C
Chania
Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου, 2025

∆ιήγηµα: Μια τρύπια σακούλα

Ήτανε δεν ήτανε 50 κιλά η Μαριώ. Και το δέρµα της µου φάνηκε πως είχε µαυρίσει από µία αιτία που δεν κατάλαβα ποτέ.

Λέγανε για τη Μαριώ πολλά στη γειτονιά. Μα γίνονται, µωρέ, στις µέρες µας τέτοια πράγµατα;
Κανένα πρόβληµα, άλλωστε ο καθένας µε την τρέλα του. Λέγανε πως νέα είχε γερό κοµπόδεµα πως τά ‘φτιαξε µε ένα παντρεµένο καραβοκύρη, πως αυτός ο λεγάµενος «όπου λιµάνι και καηµός», πως της έφαγε την περιουσία και στο τέλος την παράτησε και άνοιξε ένα “Σουβλάκι ο Μπάµπης” στο Μπουένος Άιρες.
Μετά το ’ριξε στις εκκλησίες η Μαριώ, στα συναπαντήµατα, στο µαύρο ρούχο, στη νηστεία.
Έτσι λέγανε οι άλλες οι γυναίκες στη γειτονιά.
Κάποιος που την ήξερε χρόνια είχε προσέξει πως είχε στραβώσει λιγουλάκι και το στόµα της.
«Αχ αυτός ο στόµας της, άµα σε πιάσει…» έλεγε η κυρά Ειρήνη και σταυροκοπιότανε.
Ντολαντίστηκαν (µπερδεύτηκαν) οι γυναίκες µε τη Μαριώ στη γειτονιά.
Η γειτονιά η δικιά µου, µου λεγε ένα φιλαράκι, ήτανε “µπασκλασαρία του κερατά”.
Ήτανε βλέπεις πρωτευουσιάνος αυτός…
Πού και να γνώριζε από κοντά τη Μαριώ.
Η Μαριώ σήµερα µε τη βροχή είχε βγει σουλάτσο µε δυο τρύπιες παντόφλες.
Την κοίταζαν από το παράθυρο και έλεγαν: «Πού πάει η παλαβή;»
Η Μαριώ ήταν εκείνη που λιγόστεψε παράξενα µέσα στη ζωή µας.
Μα ήτανε δεν ήτανε, σου λέω, 50 κιλά και µαύρη σαν κατράµι.
Μωρέ, για ξανθιά το ’χε ξεκινήσει…
Την παραφύλαγα µέσα στη βροχή. Φάνηκε πως δεν πήγαινε κάπου µε σκοπό. Σουλάτσο έκανε µε τις δυο τρύπιες παντόφλες.
Μια στιγµή χάθηκε απ’ το βλέµµα µου. Είχα µάθει πως όλο της κουβάλαγαν τρόφιµα στο σπίτι της κι όλο έλεγε: «Πεινάω, δεν έχω να φάω».
Και πιο πολύ κουβάλαγαν. Ρύζια, µακαρόνια, όσπρια, ψωµιά, τυριά, πού βρίσκονται τώρα όλα αυτά;
Κάθε εβδοµάδα νηστεία η Μαριώ και κάθε Κυριακή µεταλάβαινε στην εκκλησία.
Το τι λέγανε οι γλωσσούδες.
Κι εκείνο το “Σουβλάκι ο Μπάµπης” λες να στεκότανε ακόµη αγέρωχο στο Μπουένος Άιρες;
Μυστήρια πράγµατα, αδελφάκι µου.
Ξαφνικά βλέπω τη Μαριώ, είχε δυναµώσει η βροχή και µούτζωνε προς τον ουρανό.
Η µία παντόφλα της είχε µείνει στον δρόµο.
Γύρισε να την πάρει την παντόφλα η Μαριώ· περνά ένα αυτοκίνητο, την καταβρέχει µε λάσπες, άρχισε τον εξάψαλµο η Μαριώ.
«Πήγαινε σπίτι µωρή Μαριώ, θα σου πάρω αύριο παντόφλες» της φώναξε ο Σταύρος ο µινιµαρκετάς.
Τον µούτζωσε και αυτόν.
Όλο και δυνάµωνε η βροχή και η Μαριώ µε µια παντόφλα αποκαµωµένη, έκανε πως χόρευε αργεντίνικο τανγκό. Μα δεν ήξερε τα βήµατα…
Ήτανε δεν ήτανε, σου λέω, 50 κιλά και έριχνε βροχή κούλουµο.
Βγαίνω έξω τρεχάτος κρατώντας µια νάιλον σακούλα και της λέω: «Βάλτην στα πόδια σου».
Και η Μαριώ µε βουτά, ψιθύριζε έναν σκοπό κι αρχίσαµε να χορεύουµε στη βροχή, µέχρι που έφτασε το ασθενοφόρο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα