Ο Νικόλας ήταν 16 ετών.
Ζούσε σε µια δοµή ανηλίκων.
Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καθόλου καλά.
Έλεγε ότι δεν του άρεσαν καθόλου τα γράµµατα και πως ήθελε να φύγει, να λευτερωθεί.
Κάθε παιδί σε µια τέτοια κατάσταση έχει τις ιδιαιτερότητές του.
Ο Νικόλας, λέγανε ότι είναι ένας αντίλαλος, µία λήθη… Ένα τίποτα.
Μα ποιος τα λέει αυτά;
Αυτοί που µεγάλωσαν καλά µε τις οικογένειές τους, µου φαίνεται θα τα λένε.
Σε κανέναν, όταν δοκιµάζεται, δεν αρέσουν τα µεγάλα λόγια.
Πόσο µάλλον σε ένα παιδί 16 ετών.
Αυτοί που λένε τα εύκολα λόγια θα πουν «καλύτερα εκεί, που δοκιµάζεται σαν µέγεθος ο άνθρωπος».
Μα αυτοί δεν ξέρουν.
Τίποτα δεν ξέρουν αυτοί.
Μόνο να µιλάνε «µπλα, µπλα, µπλα…»
Έλεγε πως τα γράµµατα, τα βιβλία, είναι σφήκες που σου αδειάζουν το µυαλό.
Τώρα, κανείς δεν ξέρει πού το ‘χε ακούσει αυτό.
Εξάλλου, τα παιδιά σήµερα εξ ορισµού, ξέρουν πιο πολλά από µας.
Το τραγούδι λέει:
«Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά,
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Τα άλλα παιδιά στη δοµή λέγανε στους υπεύθυνους ότι ο Νικόλας κοιµόταν µε το ένα µάτι ανοιχτό, σαν πελεκάνος.
Απίστευτο κι όµως αληθινό!
Και η φωνή του είναι σαν λεπίδι κοφτερού µαχαιριού.
∆εν ήταν τσιριχτή.
Ίσα – ίσα το αντίθετο.
Αυτήν την ιστορία άκουσα και είναι πολύ δύσκολο να τη διηγηθώ.
Μα θα προσπαθήσω.
Είναι ίσως αυτό που λένε οι µεγάλοι πως δεν ζει κανείς χωρίς να φεύγει.
Αλλά να φύγει από τη δοµή, να πάει πού;
∆εν είχε πού να πάει.
Τότε ήταν που έγινε η µεγάλη φασαρία.
Ο Νικόλας έφυγε κρυφά ένα βράδυ. Τον έψαξαν και τον βρήκαν ατάραχο να κόβει βόλτες στο κέντρο της πόλης.
Τον βρήκαν πολύ αργά το βράδυ.
Τότε, όταν τον βρήκαν, η φωνή του από λεπίδι έγινε µελωδική, σχεδόν τραγουδιστή.
Αφού παραξενεύτηκαν και οι υπεύθυνοι της δοµής…
Ήταν αλήθεια ότι η δοµή ήταν ο βόµβος από µια κυψέλη.
Μια ακατανόητη κυψέλη.
Σαν κι αυτές που βλέπουµε στον κινηµατογράφο.
Πάντως ο Νικόλας δεν είχε όρεξη ούτε για κινηµατογράφο.
Για τίποτα, δεν είχε όρεξη.
Ούτε για φαγί, που λέει ο λόγος.
∆εν ξέρω αν ήταν ατίθασος.
Αυτό δεν το έµαθα.
∆εν τα ήξερα όλα.
Όλα τώρα µοιάζουν σαν ένα στιγµιότυπο.
Ένα στιγµιότυπο µιας ζωής.
Σαν και τις τόσες ζωές που µας περιβάλλουν.
Αλλά ήταν µόλις 16 ετών.
Τότε που αλωνίζαµε εµείς.
Μετά τη φασαρία ήθελε µόνο να κοιτά τον ουρανό.
«Καλά βρε, αστρολόγος θα γίνεις;» τον πείραζαν.
«Ναι, αυτό θα γίνω», απαντούσε και ξέκοβε την κουβέντα.
Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία δεν είχαν ανοίξει ακόµη.
Μα έλεγε πως δεν θα ξαναπάει!
Ορκιζόταν.
Τώρα, πού ορκιζόταν, δεν έµαθε κανείς.
Κανείς από ‘µας.
Οι µέρες κύλησαν γρήγορα, πολύ γρήγορα.
Όταν είσαι παιδί τελειώνουν αµέσως οι µέρες.
Τις νύχτες µόνο δεν ρωτά κανείς τι γίνεται.
Η νύχτα µας ζορίζει όλους.
Λίγοι είναι οι τυχεροί.
Λίγοι και οι εκλεκτοί.
Έφτασε η µέρα που θ’ άνοιγαν τα σχολεία.
Ο Νικόλας κατέβηκε στην τραπεζαρία για πρωινό.
Η φωνή του ξανάγινε σαν λεπίδι µαχαιριού.
Τρόµαξαν όλοι.
Ο Κώστας, ο καλύτερος του φίλος στη δοµή τον ρώτησε: «τι θα κάνεις;»
«Πάµε κι όπου βγει», του απάντησε.