Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

∆ιήγημα: Captain America

Είχα ακούσει τόσα πολλά για τον Captain America. Ήταν µια σκιά που σάρωνε. Γιατί τον φώναζαν έτσι; Έµαθα ότι δεν χώνευε τους Αµερικάνους…
Μια πόλη µέσα στην αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Οι άνθρωποι µουσκεµένοι στον ιδρώτα ψάχνουν ένα φιλί.
Ο Captain America ήταν αψηλός και βουτυράτος. «Σεισµός» το αποµεσήµερο του καλοκαιριού. Πήγαινε και ο άνεµος πήγαινε µπροστά απ’ αυτόν.
Έλεγε µόνο τα λόγια: «Να στοχάζεσαι πάντοτε ότι σε λίγο θα είσαι ο καθένας στο πουθενά». Μόνο αυτό έλεγε.
Κανείς δεν ήξερε πού το ‘χε διαβάσει… Έµοιαζαν όλα αυτά σαν µια σκιά, µια όαση µέσα στον καυτό ήλιο.
Λέγανε γι’ αυτόν πως είχε ανέχεια, µπλεξίµατα και περίεργα «πάρε – δώσε».
«Άστους να λένε…», υπαινισσόταν ο Captain.
Μια, δυο, φορές τον είχαν δει. Μπορεί και τρεις… Μα ήταν σαν ξωτικό, σαν µια λιτανεία µε σπαθιά. Λένε γι’ αυτόν οι όµορφες…
Χάνουν την ψυχή τους οι άνθρωποι µέσα στην ζέστη;
Έτσι αισθάνοµαι τούτο το καλοκαίρι.
Μα ο Captain σουλατσαζόριζε το καταµεσήµερο µε τον καυτό ήλιο, όταν όλοι οι άλλοι ξάπλωναν κάτω από το κρεβάτι -στο πάτωµα- για λίγη δροσιά. Τέτοια λέγανε γι’ αυτόν µέσα στο Θέρος.
Μα είναι όλα τόσο εφήµερα για να τα µνηµονεύεις; Γι’ αυτόν αξίζει τον κόπο. Ήταν ένα αερικό µε δίκοπο σπαθί, µέσα στο λιοπύρι. Ένα ντιβάνι, ένα κορίτσι, µια κουβέρτα στρωµένη από κάτω, και ο ήλιος να θρυµµατίζει τα παράθυρα.
Μάζευα πληροφορίες γι’ αυτό το ξωτικό. Σήµερα µου φάνηκε πως τον είδα να τρέχει µαζί µε ένα σκυλί.
Ήταν ένας τύπος που ήθελε να µπαίνει από το παράθυρο. Ακούς πραγµατικά!
Μια λουίζα, ένα λουλούδι, χαµέζι στα σοκάκια της πόλης. Με τη λουίζα τον είδα εκείνη την ηµέρα να κουβεντιάζει.
Λένε γι’ αυτόν οι όµορφες…
Ο Captain όλα τα λευτερώνει, όλα τα µετεωρίζει. Αν ζήσεις µαζί του θα κάνεις ένα µεγάλο ταξίδι στον απέραντο γαλαξία. Κι ούτε οι δορυφόροι της ΝΑSA, δεν σε πιάνουν.
Είπαµε, ο άνεµος έτρεχε µπροστά. Απίστευτο συναίσθηµα µέσα στην κάψα του καλοκαιριού… Αυτό είναι… Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι δυσφορούν το καλοκαίρι. Είναι η επιπολαιότητά µας. ∆εν µπορούµε να ζήσουµε αλλιώς. Γι’ αυτό φτιαχτήκαµε.
Λέγανε πως ένα σεσηµασµένο φιλί, ένα φλου άγγιγµα ήταν η ανταµοιβή του. Ήταν και ο ίδιος τόσο φλου, τόσο απέραντος γαλαξίας ήταν ο Captain. Πώς να τον δέσεις µε σχοινιά; Σύχναζε τα βράδια σε ένα γκαράζ µε παρατηµένες παλιές µηχανές.
Πήγαινε όταν φεύγανε τα παιδιά. Τους έλεγε µόνο ένα «γεια», έσβηνε τα φώτα και µύριζε το γκαράζ και τις µηχανές. Το γκαράζ έµπαινε στα πνευµόνια του.
Καθόταν για ώρες εκεί.
«Εκεί σαν πας…», θα του µιλήσεις, θα τον βρεις.
Μα κλείδωνε από µέσα την γκαραζόπορτα.
Λέτε το παρόν να είναι µόνο µια συνήθεια;
Μπορεί και «ναι», µπορεί και «όχι».
Θα ρωτήσω τον Captain, καβάλα στην παρατηµένη µηχανή. Μια φορά, λένε, µπήκε στα σκοτεινά από το παράθυρο, σε ένα σπίτι για να κλέψει καρδιές και κοίταζε την µοκέτα στο σαλόνι, σαν να ‘ψαχνε ένα φωτεινό διάδροµο πάνω της.
Στο λέω, είναι µια ποµπή αγίων µε σπαθιά και ένα χωράφι σπαρµένο µε παπαρούνες.
Στο λέω να το ξέρεις.
Γιατί τον φώναζαν Captain America; Πρώτα έπρεπε να µάθω αυτό.
Ρώτησα, µα κανείς δεν ήξερε να µου απαντήσει. Κάνει τόση ζέστη κι αυτό το καλοκαίρι. Κοίταζα τα λουλούδια στο αυλιδάκι. Προσπαθούσα να πάρω µια απόκριση γι’ αυτόν. Και απαντούσε το αεράκι που κουνούσε τα φύλλα στην αυλή.
Το βράδυ θα πάω στο γκαράζ. Θα του µιλήσω. Το πήρα απόφαση. Κοίταζα τα λουλούδια, αφοσιώθηκα στο γιασεµί. Σταµάτησε να φυσά. Μου φάνηκε πως είδα ένα σύννεφο στον ουρανό. Απλά µου φάνηκε.
Φαγί και πιοτί δεν είχε σήµερα. Ήταν η µέρα που θα πήγαινα να τον συναντήσω στο γκαράζ. Έπρεπε να εξαγνιστώ στην Τράπεζα των ιπποτών. Σιγά… τον ιππότη.
«Λέρα», µε φώναζαν.
∆εν ξέρω αν ήµασταν πλούσιοι ή φτωχοί. ∆εν µνηµονεύω το εφήµερο. Πάω «για το πουθενά».
Σουρούπωσε σιγά – σιγά. Πλύθηκα και έβαλα όµορφα ρούχα. Ήταν βουτυράτος ο Captain America. Κι αυτή η ζέστη κάνει τα µάτια µου να τσούζουν, να δακρύζουν.
Πρέπει απόψε να δω τα αόρατα. Κοµµατάκι δύσκολο αυτό. Πήγα σχεδόν τρέχοντας, έφτασα. Στάθηκα έξω από το γκαράζ.
Είχε νυχτώσει για τα καλά. Μου φάνηκε πως τελειώνουν όλα. Κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό…
Θυµήθηκα τον φωτεινό διάδροµο στην σκοτεινή µοκέτα. Κι ένα πίνακα του Μοντιλιάνι. Περίµενα όρθιος για ώρες.
Ο Captain America δεν φάνηκε. Τέλειωσαν όλα!
Μέσα σε αυτήν την αφόρητη ζέστη, τώρα που τέλειωσαν όλα, το µόνο που θυµήθηκε να κάνει ο Captain ήταν να πάει στο επισκεπτήριο της φυλακής, για να δει έναν φίλο του. Τελικά µόνο αυτό τον ένοιαζε.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα