Γνωρίστηκαν και έµειναν µαζί µόνο µία εβδοµάδα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα.
Γνωρίστηκαν σε ένα µικρό νησί του Αιγαίου στις πρώτες διακοπές και αµέσως τον µαγνήτισε µε τα µάτια της. Από την πρώτη στιγµή του το είχε ξεκαθαρίσει.
– Θα µείνουµε µαζί µόνο µία εβδοµάδα, όσο διαρκούν οι διακοπές.
Ήταν τόσο θεσπέσια όµορφη που αυτό την πρώτη στιγµή δεν το ένοιαξε.
Ο χρόνος κυλούσε τόσο γρήγορα σε αυτό το µικρό νησί του Αιγαίου.
Όλα έτρεχαν γύρω από το µυαλό του µε µια ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ακόµα κι όταν ξάπλωνε η Υβόνη, αµέσως σηκωνόταν.
∆εν µπορούσε να παρακολουθήσει την ταχύτητα µε την οποία ζούσε, την ταχύτητα µε την οποία ερωτευόταν, την ταχύτητα µε την οποία απογοητευόταν.
Όλα τα έκανε η Υβόνη µε µια ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Όταν έτρωγαν, κατάπινε µε µανία και έλεγε στον Τζο: «Τελείωσα. Έλα να πάµε µια βόλτα τώρα».
Ο Τζο επειδή ήταν παράφορα ερωτευµένος µαζί της ποτέ δεν προλάβαινε να βάλει ούτε µια µπουκιά στο στόµα µου.
Το µόνο που προλάβαινε να κάνει όταν κάθονταν να φάνε ήταν να την κοιτάξει µε πάθος, ενώ αυτή κατάπινε το φαγητό.
Στην παραλία του έκανε τα ίδια. Έµπαιναν στη θάλασσα, αµέσως του έλεγε: «Πάµε τώρα έξω να µε σκουπίσεις». Μόλις έφταναν στις ξαπλώστρες, η Υβόνη µε το θεσπέσιο κορµί έλεγε στον Τζο: «πάµε τώρα να ξαναβουτήξουµε».
Έτσι ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα και ο Τζο δεν προλαβαίνε να ζήσει ούτε µια στιγµή από τον έρωτα του.
Όλα κυλούσαν µε ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Και µέσα σε αυτόν τον στρόβιλο του χρόνου, ο Τζο ζούσε ένα παράφορο και ανερµήνευτο έρωτα.
Κατ’ ουσίαν αντίπαλος του στο νησί του Αιγαίου ήταν ο χρόνος.
Ο Τζο ήταν σε µια διαρκή αναµέτρηση µε τον χρόνο και την Υβόνη.
Αισθανόταν σαν να έτρεχε σε αγώνες ταχύτητας.
∆εν προλάβαινε να ζήσει και να χαρεί ούτε µία στιγµή.
Ούτε να τη δείξει µε καµάρι την Υβόνη το βράδυ στη βόλτα της “πιάτσας” προλάβαινε.
∆εν σταµατούσαν οι δυο τους, πουθενά!
Γύριζαν από ‘δω και από ‘κει.
Και όταν πήγαινε ο Τζο να ψιθυρίσει µια κουβέντα, η Υβόνη δεν τον άφηνε να ολοκληρώσει τη φράση του.
Το πρώτο βράδυ που έµειναν µαζί, κάποια στιγµή την έχασε.
Η Υβόνη είχε εξαφανιστεί από το δωµάτιο και γύρισε µετά από δύο ώρες για να τον αγκαλιάσει.
Ακόµη και µετά τις αγκαλιές ήθελε να πάει ένα περίπατο στην παραλία.
Κάτι παρόµοιο, τόσο εξωφρενικό ο Τζο δεν είχε ξαναζήσει.
Κάποια στιγµή του λέει η Υβόνη «∆εν θα µε ξεχάσεις ποτέ!».
Το µόνο που πρόλαβε να πει ο Τζο, γιατί µετά έτρεξε η Υβόνη, ήταν «και να ‘θελα, πώς να σε ξέχναγα;»
Αλλά η Υβόνη είχε τρέξει µακριά και δεν άκουσε την απάντηση του Τζο.
Τι κοπέλα ήταν αυτή;
Ποιος θεός την είχε φτιάξει;
Τα βράδια ο Τζο λαγοκοιµόταν από έννοια µήπως σηκωθεί η Υβόνη από το κρεβάτι και αρχίσει να τρέχει ξυπόλητη στην παραλία.
Ήταν αυτό που ζούσε ένα όνειρο και ένας εφιάλτης µαζί.
Αλλά του άρεσε πολύ.
Και σε ποιον δεν θα άρεσε µια κοπέλα σαν την Υβόνη…
Την επόµενη µέρα τέλειωναν οι διακοπές και έπρεπε να αποχωριστούν.
Στον Τζο είχε ξεραθεί το σάλιο στο στόµα του.
Τη λάτρευε.
Ήταν σίγουρος ότι δεν θα την ξαναδεί ποτέ.
Του το είχε πει άλλωστε. «…Τέρµα µετά τις διακοπές».
Η Υβόνη ήταν πολύ χαρούµενη.
Έκατσαν να φάνε και δεν κατάπινε το φαγητό.
Κοίταξε τον Τζο στα µάτια, τον χάιδεψε στο λαιµό του και του είπε: «Είσαι υπέροχος. Θέλω να παντρευτούµε».