Η Νέλλα είναι η καµαριέρα σε µια πανάκριβη έπαυλη µιας πάµπλουτης οικογένειας.
Πώς να την πιάσεις µε σχοινιά;
Λένε ότι είναι µια σιωπηλή καµαριέρα.
∆εν µιλά σχεδόν ποτέ.
Έφυγε από τόπο µακρινό και ήλθε στα µέρη µας για να σπουδάσει τα παιδιά της.
Ακούς πράγµατα;
Πόσο ξένα µου φαίνονται όλα αυτά!
Υποψιάζοµαι ότι δεν θα θυσιαζόµουν ποτέ έτσι.
Αλλά δεν είµαι η Νέλλα.
Χτες πήγα να τους δω στην έπαυλη.
Ο εφοπλιστής κυνηγούσε µια αδέσποτη γάτα στον κήπο.
Μια γάτα, η Ερυθρά Θάλασσα και µια καµαριέρα σαν πέτρα.
Τον χαιρέτησα τον ιδιοκτήτη και µου είπε:
– Πέρασε µέσα, είµαι πολύ απασχοληµένος.
Από σεβασµό, υπάκουσα.
Τον είδα να τρέχει και να ψάχνει τη γάτα.
…Βαπόρι µε σηµαία ξένη, πάρε µε κι εµένα.
Η κόρη τους, µου µίλησε για τη Νέλλα.
– Υπόδειγµα κύριε «Τέτοιε» µας· δεν µιλά ποτέ!
Ο γιος τους, που ήταν κακοµαθηµένος και αγενής µου είπε περιπαιχτικά:
– Τώρα είναι… στα «σκατουλάδικα».
Από την ανία των πολλών χρηµάτων, το κεντρικό θέµα συζήτησης ήταν η καινούργια καµαριέρα.
Οι λέξεις όταν κυνηγάς µια αδέσποτη γάτα στον κήπο παύουν να έχουν νόηµα.
Χαµογέλασα, µε το µισό δόντι έξω.
Αυτό τους άξιζε.
Ή µήπως δεν τους άξιζε µόνο αυτό;
Ο µπαµπάς έλεγε ότι ήµασταν οικογενειακοί φίλοι µε τους «Τέτοιους».
Μαουνιέρης ήταν και ο µπαµπάς µου.
Τώρα τράβαγαν ζόρια στον κόλπο του Άντεν.
Αλλά η Νέλλα (που επιτέλους την είδα) µαστίγωνε την αλλοφροσύνη της µε ένα ελαφρύ τρεµούλιασµα του µατιού.
Όταν την είδα δεν µου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Μάλλον θα έλεγα ότι δεν µου έκανε καµία εντύπωση.
Ήταν άχρωµη σαν το νερό.
Ήθελα κι εγώ να γίνω νερό.
Το τρεµούλιασµα στο µάτι όµως ήταν κινηµατογραφικό.
Μπορούσα να την κοιτάζω για ώρες.
Αυτή δεν µπορούσε να κοιτάζει εµένα.
∆εν το επέτρεπαν οι κανόνες της έπαυλης.
Γι’ αυτό το απολάµβανα διπλά.
Αισθανόµουν ότι έτσι την πείραζα γλυκά.
Όσο πιο πολύ την κοίταζα, τόσο πιο πολύ τρεµούλιαζε το µάτι της.
Μου είπαν ότι στο βοηθητικό προσωπικό ήταν άλλα έξι άτοµα.
Άτοµα ή πρόσωπα.
Ποιός ξέρει;
Το τρεµούλιασµα του µατιού της όµως, ήταν σαν ατοµική βόµβα.
Αυτή την βόµβα θα τους έλεγα να ρίξουν στην Ερυθρά Θάλασσα.
Α! το βρήκα γιατί είµαι ένας χορτάτος ποιητής.
Η καµαριέρα θύµιζε µια έρηµο, ζωγραφισµένη µε σχηµατισµούς βράχων κιµωλίας.
Πού το σκέφτηκες αυτό, Μεγάλε Αρχηγέ;
Μα είµαι καταπληκτικός.
Το λέει και η µαµά µου: «Να δεις Κώστα, που αυτό το παιδί θα σε διαδεχθεί!», λέει στον µπαµπά.
Ακούστηκε µια δυνατή, διαπεραστική φωνή: «∆ιαβολεµένηηηη… γάτα»
Όλη η έπαυλη ήταν σε αναβρασµό.
Μόνο η Νέλλα -που ήθελε να σπουδάσει το παιδί της- δεν µιλούσε καθόλου.
Τώρα όλο το βοηθητικό προσωπικό έτρεχε δεξιά κι αριστερά.
Γιατί έτρεχαν;
Έπρεπε να λύσω αυτό το µυστήριο, εγώ ο µυστηριώδης επισκέπτης της νύχτας.
Μα ήταν 12 το µεσηµέρι…
Ακούς πράγµατα για έναν ποιητή.
«Θα σας διώξω όλους», ούρλιαξε ο «κύριος Τέτοιος».
Κι όλο φυσάει, κι όλο σε χάνω.
Αχ, βρε Νέλλα.
Γίναµε στάχτη.
∆εν µπορώ να καταλάβω το κίνητρό της.
Θα ήταν «άδολο κίνητρο», που µας έλεγαν στο κολέγιο.
Στο τέλος τους µάζεψε όλους ο εφοπλιστής.
«Κυρίες και κύριοι αποτύχαµε!»
Μου φάνηκε ότι τότε είδα την Νέλλα να πετά στον ουρανό και µετά να κατεβαίνει στα έγκατα της γης.
Μπα ένας ιπτάµενος ελέφαντας θα ήταν…
Και συνέχισε ο εφοπλιστής: «Η ζωή είναι γεµάτη µαταιότητες. Κάποιος µου καταστρέφει τον κήπο».
Τότε σταµάτησε το τρεµούλιασµα στο µάτι της καµαριέρας.
Βρέχει φωτιά;
«Σας απολύω όλους!»
«Ωωωω, ωχ µπαµπά…», ψιθύρισε ο γιος του.
Γύρισε τότε ο κ. «Τέτοιος» σαν Συνταγµατάρχης εν αποστρατεία και βάδισε προς το γκαράζ.
Και ο κόλπος του Άντεν;
Ήταν µια κάποια λύσις και αυτή.
Η Νέλλα ήταν η µόνη από το βοηθητικό προσωπικό που δεν απολύθηκε.
Έµεινε στην έπαυλη.
∆εν ξαναρώτησε ποτέ κανείς γι’ αυτήν.
Θυµάµαι τώρα που πέρασαν τα χρόνια, µόνο που την είδα να καπνίζει στην πισίνα µε τα πόδια βουτηγµένα στο νερό.
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΟΥΝΤΡΑΚΗΣ