Ξεφύλλιζα την εφημερίδα μας -μία είναι η εφημερίδα μας- και αναλογιζόμουν σε τι θέμα να αναφερθώ στην βδομαδιάτικη συνάντησή μας. Ώσπου το μάτι μου έπεσε ξαφνικά σε μια δημοσίευση: 12 Ιουνίου, έγραφε, παγκόσμια ημέρα κατά της παιδικής εργασίας. Το μυαλό μου γύρισε μερικά χρόνια πίσω όταν ψάχνοντας υλικό για αυτήν την ίδια ημέρα, ανακάλυψα τούτον τον μικρό ήρωα του καιρού μας. Θαρρώ πως οι μέρες μας έχουν πολύ ανάγκη από τέτοιους ήρωες και γι αυτό σας θυμίζω τον γραφτό μου εκείνης της εποχής, λίγο αλλαγμένο και σας ξανασυστήνω τον 13χρονο Ικμπάλ Μασίχ.
Η ζωή του έμοιαζε με παραμύθι. Ένα αλλιώτικο παραμύθι όμως που δεν έλεγε για πριγκιπόπουλα και νεράιδες. Για ένα παιδάκι έλεγε που γεννήθηκε σ’ έναν μακρινό τόπο της Ανατολής, που είναι ξακουστός για τα ωραιότατα χαλιά του.
Μωρό ακόμα είδε τον πατέρα του να τους εγκαταλείπει και τη μητέρα του να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αναστήσει τα παιδιά της. Τεσσάρων χρονών ήταν, όταν η οικογένεια χρειάστηκε χρήματα. Μην φανταστείτε κανένα τεράστιο ποσό. Μόνο καμιά δεκαριά ευρώ. Μα που να τα βρουν τόσα λεφτά, έτσι φτωχοί που ήταν;
Η μόνη λύση ήταν να δανειστούν το ποσό από τον τοπικό τοκογλύφο. Τους το έδωσε ευχαρίστως, αφού παρέλαβε και το συμφωνημένο ενέχυρο: Τον μικρότερο γιο της οικογένειας. Που έπρεπε να δουλέψει στο ταπητουργείο του μέχρι που το χρέος αποπληρωθεί. Κι έτσι ο μικρός Ικμπάλ από τις αλάνες του χωριού, βρέθηκε κλεισμένος σ’ ένα στενάχωρο μέρος, καθισμένος σ ένα ξύλινο πάγκο να σκύβει για να δέσει πάνω στο απλωμένο στημόνι τους χιλιάδες κόμπους που κοσμούσαν περίτεχνα χαλιά. Κόμπους που κανένα χέρι ενήλικα δεν μπορεί να τους υφάνει. Μόνο παιδικά χεράκια χωρούν ανάμεσα στις κλωστές του αργαλειού.
Δούλευε ο ήρωάς μας αλυσοδεμένος και κακοταϊσμένος, μαζί και με άλλα παιδιά σ’ ένα δωματιάκι που ποτέ δεν άνοιγε στον αέρα και το φώς- βλέπετε τα νήματα ήταν ευαίσθητα και έπρεπε να προστατεύονται από τον ήλιο και την σκόνη- δέκα τέσσερεις ώρες την ημέρα για έξι μέρες την βδομάδα. Και το χειρότερο. Αντί το χρέος να λιγοστεύει ολοένα μεγάλωνε. Είχε πια φτάσει στα περίπου εκατό ευρώ. Βλέπετε εκτός των άλλων, ο Ικμπάλ χρωστούσε στον τοκογλύφο τα έξοδα μαθητείας του. Χρωστούσε για τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε. Χρωστούσε για τα λάθη που έκανε όταν τα κουρασμένα δαχτυλάκια έσφαλαν ή όταν το μυαλό πετούσε έξω από το καμαράκι.
Στα δέκα του το σκάει για πρώτη φορά. Αλλά η αστυνομία όπου καταφεύγει χρηματίζεται από το αφεντικό του και τον ξαναγυρνάει πίσω. Τώρα οι συνθήκες είναι χειρότερες. «Προς παραδειγματισμό» έχει λιγώτερο φαγητό, περισσότερο ξύλο και μαστίγιο. Το σκάει για δεύτερη φορά. Τώρα τα καταφέρνει. Επιπλέον μαθαίνει ότι ο τρόπος αυτός δανεισμού με αντάλλαγμα τα ανθρώπινα ενέχυρα, που τόσο έχει βασανίσει παιδιά στην πατρίδα του, έχει κηρυχθεί παράνομος από την κυβέρνηση και έχουν ακυρωθεί όλα τα εκκρεμή δάνεια.
Είναι ελεύθερος πια. Μα δεν τον νοιάζει μόνο ο εαυτός του. Πάει στο σχολείο. Καταφέρνει να ολοκληρώσει την ύλη τεσσάρων χρόνων σε δύο και αρχίζει να εργάζεται για την απελευθέρωση και άλλων παιδιών. Διαδηλώνει, μιλάει, αγωνίζεται. Μέχρι που πάει και σε άλλα ταπητουργεία με ψεύτικα στοιχεία. Ο αγώνας του έχει αποτέλεσμα. Πολλά παρόμοια μαγαζάκια κλείνουν. Υπολογίζεται ότι περίπου 3,000 παιδιά – σκλάβοι ελευθερώνονται.
Η εξάχρονη δουλεία έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω στο κορμί του Ικμπάλ: η σωματική του ανάπτυξή σταμάτησε στα πέντε, έχει προβλήματα στα νεφρά, μια παραμορφωμένη σπονδυλική στήλη, προβλήματα στα πνευμόνια και αρθρίτιδα. Μα όλα τα αγνοεί. Ξεχνά το μικροσκοπικό σώμα και στέκεται ισότιμα δίπλα στους μεγάλους και δυνατούς.
Λαβαίνει απειλητικές επιστολές. Είναι φανερό πως έχει πατήσει πολλούς «κάλους». Το σύστημα με το οποίο τα έχει βάλει είναι πολύ παλιό και πολύ προσοδοφόρο. Δεν παραδίδεται εύκολα.
Παρ’ όλα αυτά, απτόητος, συνεχίζει. Μέσα στην χώρα του. Μα και έξω. Συνδέεται με ξένους ακτιβιστές. Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις. Ένας ο σκοπός και το μέλημά του: όσο το δυνατό λιγότερα παιδιά σκλαβωμένα.
Μετά από μια βράβευση του στην Αμερική γυρίζει στο πατρικό του στην Μαρίντκε έξω από την Λαχώρη για να γιορτάσει το Πάσχα με την οικογένειά του. Μαζί με δυο ξαδέρφια παίρνουν τα ποδήλατά τους για να πάνε σ’ ένα συγγενικό σπίτι. Η ανέμελη αγορίστικη βόλτα δεν έμελε να τελειώσει. Ξαφνικά ακούγονται πυροβολισμοί κι ό ήρωάς μας πέφτει νεκρός.
Ακόμα και σήμερα είκοσι οκτώ χρόνια μετά, η υπόθεση του θανάτου του είναι σε εκκρεμότητα. Οι αρχές κατηγόρησαν κάποιον που έφαγε πολύ ξύλο για να ομολογήσει. Οι περισσότεροι όμως πιστεύουν πως, ένας, πληρωμένος από την «μαφία των χαλιών» αντάλλαξε την ζωή του Ικμπάλ με την δόση του.
Τρείς μέρες μετά εκατοντάδες παιδιά, ρακένδυτα και μερικά από αυτά που απελευθερώθηκαν χάριν στον Ικμπάλ, διαδηλώνουν στην Ινδία διαμαρτυρόμενα για την δολοφονία του. Και στις ΗΠΑ μαθητές κάνουν εράνους για να χτίσουν ένα σχολείο στην μνήμη του. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του έχουν χτιστεί οκτώ σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Αυτό είναι το παραμύθι του Ικμπάλ Μασίχ που γεννήθηκε το 1982 και δολοφονήθηκε το 1995, δέκα τριών χρονών στο Πακιστάν. Ένα παραμύθι χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Ένα παραμύθι στο οποίο δεν θριάμβευσε η αρετή και η καλοσύνη.
Ένα παραμύθι, μια ιστορία που κάνει αυτές τις μέρες τον γύρο του κόσμου με την ευκαιρία της 12ης Ιουνίου, παγκοσμίου ημέρας κατά της παιδικής εργασίας. Προκαλεί είναι αλήθεια συγκίνηση και θλίψη. Και μας κάνει να θυμηθούμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ακόμα και στις μέρες μας, στις μέρες που η τεχνολογία αναγγέλλει με θριαμβικούς τόνους ότι ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος ανατέλλει, υπάρχουν ακόμα προβλήματα σοβαρά και πονετικά που δεν έχουν βρει την λύση τους. Προχωράμε στο μέλλον με φανφάρες χωρίς να έχομε λύσει τις παθογένειες του παρελθόντος.
Και τι κόσμος είναι αυτός ο σημερινός και τι κόσμος θα είναι αυτός ο αυριανός, όταν έστω και ένα παιδί υποφέρει;