Ως ποιητή και πεζογράφο, κυρίως σε θέματα παράδοσης και πολιτισμού του τόπου μας, γνωρίζαμε μέχρι σήμερα τον Θανάση Δεικτάκη.
Η αλμύρα του κισαμίτικου κόλπου, του Μυρτίλου, όπως αρέσκεται να τον αποκαλεί, διαπερνά το σύνολο των έργων του και τα σονέτα του, που τα διακρίνει η συντομία, η νοηματική πυκνότητα και η εκλεπτυσμένη μορφή, κατατάσσονται ως μοναδικά στο είδος αυτού του ποιητικού λόγου.
Σήμερα, ο Θανάσης προχωρά σε μια καινοτομία σε σχέση με τα προηγούμενα. Οι “οικο-λογίες”, το νέο του βιβλίο, εντάσσεται στη θεματολογία του περιβάλλοντος. Όχι του ευρύτερου, του εγγύς, που περνά απαρατήρητο. Αυτό ανασύρει από την αφάνεια και το παρουσιάζει με το νέο του βιβλίο.
Οι “οικο-λογίες” του Θανάση δεν περιλαμβάνουν κατ’ ανάγκη ζωντανούς οργανισμούς της χλωρίδας και της πανίδας του τόπου μας, αφού και τα άψυχα εντάσσονται στην οικολογική του ματιά. Οπως μας πληροφορεί η επιστήμη, η οικολογία είναι πολύ ευρύτερη από τη στενή έννοια, που αποδίδουμε στον όρο για το περιβάλλον. Ετσι οικολογική διάσταση έχει η αρμονία, το μέτρο, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι συμπεριφορές, η οικονομία, το φως, το σκοτάδι και πολλά άλλα.
Οι “οικο-λογίες” του Θανάση δεν αναφέρονται σ’ έναν κόσμο άγνωστο σε μας. Κι όμως πώς τον αφήνουμε αυτόν τον κόσμο απαρατήρητο; Η διαφορά βρίσκεται στη ματιά του συγγραφέα. Θα λέγαμε ότι η ματιά του, κάνει τη διαφορά. Και ακόμη, η αγάπη του για τον τόπο μας, η ευαισθησία του, η παρατηρητικότητά του, η εστίαση στη λεπτομέρεια. Και όλα αυτά, απλά και κατανοητά, χωρίς επιστημονική ορολογία, χωρίς μετρήσεις, σημειώσεις και βιβλιογραφία.
Ο Θανάσης αγαπά τον τόπο του, παρατηρεί και καταγράφει. Καταγράφει με τρόπο αρχέγονο θα λέγαμε.
Μήπως άραγε αυτή η παρατήρηση και το πείραμα που ακολούθησε δεν ήταν το πρώτο βήμα για την ανακάλυψη και την τεκμηρίωση της επιστημονικής γνώσης από τον άνθρωπο τον πρώτο ερευνητή;
Μήπως την ίδια απλοϊκή ματιά, με λέξεις οικείες και καθημερινές, δεν χρησιμοποιεί και ο Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημα του “Άξιον Εστί”:
«Να και το αλογάκι της Παναγίας.
Να το σπαράγγι, οι χρυσοί βολβοί και το μάραθο…».
Λέξεις απλές, ζωντανές, με περιεχόμενο που συνθέτουν κατά τον ποιητή τον κόσμο μας αυτόν τον κόσμο τον Μικρό τον Μέγα που μας περιβάλλει…
Με χαρά μας καλωσορίζουμε το καινούργιο βιβλίο του Θανάση Δεικτάκη γιατί εκτός των άλλων που μας προσφέρει, έχει και αξία περιβαλλοντική. Για να παραμείνουν αυτές οι εικόνες αναλλοίωτες στο μέλλον και να έχουν χρονική διάρκεια, πρέπει το γενικότερο περιβάλλον, όχι το τοπικό, αλλά το παγκόσμιο, θα λέγαμε να παραμείνει αμόλυντο. Είναι γνωστό ότι στη μόλυνση του περιβάλλοντος δεν υπάρχουν σύνορα. Να θυμηθούμε σε πόσο χρόνο ήρθε το ραδιενεργό νέφος στην Κρήτη από την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, τον Απρίλη του 1986, ακριβώς 30 χρόνια συμπληρώνονται φέτος.
Οι “οικο-λογίες” του Θανάση εκφράζουν το ωραίο στη φύση και υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη μελέτη τους να ξυπνήσει η συγκίνηση στον αναγνώστη και ιδιαίτερα στον νέο άνθρωπο στον οποίο τα καλαισθητικό συναίσθημα υπάρχει ως δυνατότητα που μέσα από τα κατάλληλα ερεθίσματα μπορεί να καλλιεργηθεί και να καταστεί στη συνέχεια η γέφυρα που θα τον ενώσει με το ωραίο είτε αυτό συναντάται στη φύση είτε στην τέχνη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν εκλείψει αυτή η καλλιέργεια, η εχθρότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση θα ενταθεί, κάτι που διαπιστώνεται καθημερινά από τη στάση του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και την εκδίκηση της φύσης στην αφροσύνη του ανθρώπου.
Η ελεύθερη οικονομία και η τεχνολογία ανακαλύπτουν και δημιουργούν συνεχώς νέα πράγματα και η ζωή μας έγινε ευκολότερη. Ομως μέχρι πότε θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τα αγαθά… Μήπως έχουμε ξεκινήσει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή; Οι μετρήσεις είναι λίαν ανησυχητικές:
Αν οι Κινέζοι, λένε οι έρευνες, αποκτήσουν το βιοτικό επίπεδο των Αμερικανών και έχει δηλαδή κάθε Κινέζος 2 αυτοκίνητα, τότε δεν φτάνει όλο το μέταλλο της γης. Και αν καταναλώνουν όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη ένα πακέτο χαρτομάντιλα κάθε μέρα για έναν μήνα, δείγμα καθαριότητας και πολιτισμού, τότε δεν φτάνουν όλα τα δένδρα της γης.
Σ’ ένα τέτοιο παγκόσμιο περιβάλλον, διαρκώς απειλούμενο, οι “Οικο-λογίες” του Θανάση Δεικτάκη είναι χρήσιμες και περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε επίκαιρες.