Μια μάνα μες στο πέλαος με κύματα αφρισμένα,
την άδεια της θωρεί αγκαλιά και σκούζει δυνατά,
ψάχνει τα σπλάχνα της* να δει μα δεν θωρεί κανένα
και πότε πίσω της τηράει και ποτέ στ’ ανοιχτά.
Δεν της βολεί για κλάματα, ο χρόνος είναι λίγος,
μα εκεί στο σβήσιμο τ’ αφρού μαύρη θωρεί σκιά,
γλιστράει σαν χέλι στο νερό και στο κορμί της ρίγος
νοιώθει ν’ απλώνεται γλυκός και σφίγγει τη γροθιά.
Με το ‘να χέρι το παιδί το πιάνει απ’ τα μαλλιά του
και με λαχτάρα ανείπωτη στα μάτια το φιλά,
κι άγνωρη δύναμη τρανή πήρε απ’ τη μυρωδιά του
και βγαίνει και τ’ απόθεσε στην αμμουδιά απαλά.
Κ’ ύστερα, πάλι στην βαθειά τη θάλασσα βουτάει,
η δόλια τ’ άλλο σπλάχνο της πασχίζει να το δει.
Kι ω! T’ άγριο κύμα το θωρεί με μιας κατασιγάει
και σφίγγει στην αγκάλη της τ’ αδύναμο παιδί.
Κι άλλη μανούλα ημίγυμνη στην έρμη ακρογιαλιά
μ’ ένα αγγελούδι πλάι της και με άλλο στο βυζί,
σκύβει και δίνει στα παιδιά της άλλης δύο φιλιά
κι αγκαλιασμένες «έλεος» είπαν και οι δυο μαζί.
*σπλάχνα της = παιδιά της