Ξεριζωμένος, πρόσφυγας, κι απ’ όλους ξεγραμμένος
στον κάδο έψαχνε να βρει ρούχο να το φορέσει
κι έτρεμε μέσα στη βροχή ο δόλιος παγωμένος,
αν κάποιο χέρι στοργικό εκεί το ’χε αποθέσει.
Όμως δεν βρήκε τίποτα κι έφυγε πικραμένος
και τον χτυπούσε αλύπητα ο τσουχτερός βοριάς
με μια πληγή μες στην ψυχή να αιμορραγεί, θλιμμένος
και με του πόνου τα καρφιά στα μύχια της καρδιάς.
Κι άλλος πηγαίνει αγλήγορα στον κάδο απ’ τα σκουπίδια
να φάει κάτι έψαχνε και κείνος για να βρει,
και μια «κυρία» με λαμπρά στα χέρια της στολίδια
τους ρίχνει μια ψυχρή ματιά περίσσια βλοσυρή.
Πλάι στον κάδο ένα μικρό σταμάτησε σπουργίτι
τους κοίταξε πονετικά και παίρνει ένα σπυρί
και μ’ ένα του τιτίβισμα «με λεν κι εμένα αλήτη»
ήταν σαν να τους έλεγε και πέταξε από κει.
Ω, δάγκωσαν τα χείλη τους με περισσή μανία,
και μάτωσαν και βάψανε με το αίμα τους τη γη
κι είπαν με θλίψη και οι δυο «άκαρδη κοινωνία,
δείξε μέσα απ’ τα σπλάχνα σου την ψυχοφθόρα οργή».