Την περίοδο της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, η οικονομία της Κρήτης ήταν τελείως διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή και στηριζόταν κυρίως στον πρωτογενή τομέα.
Ο περισσότερος πληθυσμός της κατοικούσε στη ύπαιθρο και δέσποζε η καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού, σε συνδυασμό με την εκτατική κτηνοτροφία, κυρίως την αιγοπροβατοτροφία και τη μελισσοκομία. Η έλλειψη οργανωμένων αρδευτικών έργων στο νησί ευνοούσε τις ξηρικές ή τις ημιξηρικές καλλιέργειες. Σε μικρότερο βαθμό ευδοκιμούσε η χαρουπιά, η βελανιδιά, η μουριά και λιγότερο τα σιτηρά. Η όποια μικρή βιομηχανία υπήρχε στο νησί ήταν προσανατολισμένη στη μεταποίηση των καλλιεργούμενων αγροτικών προϊόντων και στην επεξεργασία των αντίστοιχων κτηνοτροφικών. Έτσι τη περίοδο αυτή υπήρχαν στη Κρήτη ελαιουργεία, οινοποιεία, βυρσοδεψεία και μικρές μονάδες επεξεργασίας κτηνοτροφικών προϊόντων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1914 ψήφισε τον νόμο για τη δημιουργία των αγροτικών συνεταιρισμών και αργότερα δημιούργησε την Αγροτική Τράπεζα, θεσμούς, οι οποίοι στη συνέχεια άλλαξαν τον τρόπο οργάνωσης της πρωτογενούς παραγωγής στην Ελλάδα και τη Κρήτη.
Οπωσδήποτε όμως, την περίοδο της Ενωσης της Κρήτης με την Ελλάδα η αγροτική παραγωγή της Κρήτης ήταν αρκετά διαφορετική σε σχέση με σήμερα .
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τη προώθηση της ελαιοκομίας στη Κρήτη, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της καλλιέργειας των εσπεριδοειδών -μετά από επίσκεψή του στις Η.Π.Α.- που σήμερα ευδοκιμούν κυρίως στη Δυτική Κρήτη.
Εκατό χρόνια μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η δομή της οικονομίας της είναι τελείως διαφορετική, σε σχέση με τις αρχές του 20ου αιώνα. Οπως συνέβη και παγκοσμίως, ο πληθυσμός μετακινήθηκε σταδιακά από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις, έτσι που σήμερα στην ύπαιθρο ζουν αρκετά λιγότεροι από τους μισούς κατοίκους της. Αν και την εκατονταετία αυτή η Κρήτη υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου κατάφερε και τις ξεπέρασε γνωρίζοντας στη συνέχεια μία εξηντάχρονη περίοδο σταθερής ανάπτυξης μέχρι τη σημερινή οικονομική κρίση.
Ο πρωτογενής τομέας συμβάλλει πολύ λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν στην οικονομία της Κρήτης, που σήμερα πλέον ο τριτογενής τομέας, τουρισμός και διάφορες υπηρεσίες, αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή πλούτου στη Κρήτη.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία έχουν πλέον εκσυγχρονιστεί με την ελαιοκαλλιέργεια να αποτελεί τη σημαντικότερη εκτατική γεωργική καλλιέργεια στο νησί. Διάφορα υδροαρδευτικά έργα έχουν αυξήσει κατά πολύ τις αρδευόμενες εκτάσεις, με συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητος και της ποιότητας των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών και της αμπέλου συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικές καλλιέργειες σε ορισμένες περιοχές ενώ η παραγωγή των κηπευτικών σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γνώρισε σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία 40 χρόνια, με αποτέλεσμα η Κρήτη να φιλοξενεί σήμερα μόλις λιγότερο από το μισό των θερμοκηπιακών καλλιεργειών της χώρας. Τα παραγόμενα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα της επεξεργάζονται και τυποποιούνται πλέον πριν διατεθούν στην ελληνική και στις διεθνείς αγορές. Η αναγκαιότητα αυτή οδήγησε στον εκσυγχρονισμό και τη μεγέθυνση της βιομηχανίας επεξεργασίας γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Κρήτης, η οποία αποτελεί και τη σημαντικότερη μεταποιητική δραστηριότητα στο νησί, συνεπικουρούμενη από τη βιομηχανία πλαστικών (κυρίως στο Ηράκλειο όπου υπάρχει και η βιομηχανική περιοχή) και τη βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την αιολική και ηλιακή ενέργεια, που αναπτύχθηκαν μετά το 2000 στη Κρήτη, αξιοποιώντας τους πλούσιους ανανεώσιμους ενεργειακούς της πόρους. Οι υποδομές του νησιού εκσυγχρονίστηκαν για να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη .
Ο πιο σημαντικός όμως κλάδος οικονομικής δραστηριότητας στη Κρήτη σήμερα είναι ο τουρισμός, ενώ ο τριτογενής τομέας της οικονομίας (εμπόριο, υπηρεσίες, τουρισμός) υπερτερεί κατά πολύ του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα. Η ανάπτυξη του τουρισμού ξεκίνησε σιγά – σιγά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μετά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αναπτύχθηκε σταδιακά στη Κρήτη όπως και στην άλλη Ελλάδα ο μαζικός τουρισμός, βασισμένος στο δίπτυχο ήλιος και θάλασσα.
Σήμερα η Κρήτη υποδέχεται ετησίως περίπου 3 εκατ. επισκέπτες, την πλειονότητα των οποίων την καλοκαιρινή περίοδο με πύλες εισόδου τα αεροδρόμια Χανίων και Ηρακλείου. Οι ξενοδοχειακές υποδομές της Κρήτης είναι αρκετά καλής ποιότητας και εκτείνονται κυρίως στα βόρεια παράλια του νησιού, ενώ μικρότερο μέρος από αυτές βρίσκεται στις νότιες ακτές και στην ενδοχώρα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η Κρήτη έχει αποκτήσει πολύ καλά ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα, τα οποία βρίσκονται και στους τέσσερις νομούς της και περιλαμβάνουν το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το ΤΕΙ Κρήτης, τα Ινστιτούτα του ΙΤΕ, το ΜΑΙΧ και τα παραρτήματα του ΕΘΙΑΓΕ.
Τα ιδρύματα αυτά έχουν επιτύχει πολλές διεθνείς διακρίσεις και σε ορισμένο βαθμό υποστηρίζουν και συμβάλλουν στην ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων της Κρήτης. Το κατά κεφαλή εισόδημα της Κρήτης είναι σήμερα ελαφρά υψηλότερο από τον μέσο όρο της χώρας και ο κύριος όγκος του πληθυσμού της είναι εγκατεστημένος στα τέσσερα μεγάλα αστικά κέντρα των νομών της. Οι μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης της Κρήτης είναι ευοίωνες καθώς βασίζονται σε συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα της. Το καλό κλίμα, οι φυσικές ομορφιές, η ιστορία και τα πολιτιστικά μνημεία της Κρήτης, δίνουν τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης του τουρισμού, ο οποίος στο μέλλον πιθανώς δεν θα βασίζεται μόνο στο δίπτυχο ήλιος και θάλασσα αλλά θα εστιάζει παράλληλα στις φυσικές και πολιτιστικές ομορφιές της Κρήτης, στη γαστρονομία της, αλλά και στη ενδοχώρα της, τα βουνά, τα φαράγγια και τα παραδοσιακά χωριά της. Η αξιοποίηση των διατροφικών προϊόντων της Κρήτης και της περίφημης πλέον κρητικής διατροφής αποτελεί σήμερα μια πρόκληση και οι προσπάθειες εστιάζονται στη παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας τυποποιημένων διατροφικών προϊόντων και τη διείσδυση τους σε διεθνείς αγορές.
Η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που άρχισε τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μπορεί να επεκταθεί σημαντικά στο μέλλον με τη δημιουργία κατάλληλων έργων υποδομής. Τα εξαιρετικής ποιότητας ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα της Κρήτης, μπορεί να αποτελέσουν πόλο προσέλκυσης επιστημόνων και φοιτητών όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό, στηρίζοντας παράλληλα με κατάλληλη τεχνογνωσία τις οικονομικές δραστηριότητες στο νησί.
Είναι φανερό πλέον ότι 100 χρόνια μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έχουν επέλθει πολλές και σημαντικές αλλαγές στο νησί και έχει βελτιωθεί πολύ το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του, ενώ οι προοπτικές για τις επόμενες δεκαετίας είναι πολύ ελπιδοφόρες.
*Ο Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο ΤΕΙ Κρήτης και είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.