Από το 2010 και μετά, εκτός από τη χώρα μας, άλλες τέσσερις χώρες, η Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Κύπρος, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μνημόνιο συνεργασίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες προσαρμογής των οικονομιών τους.
Από αυτές τις τέσσερις χώρες, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η κίνηση της υπουργού Οικονομικών της Πορτογαλίας, Μαρία Λουί Αλμπουκέρκ, η οποία στις 9 Ιουνίου 2015, ανακοίνωσε την πληρωμή δόσης ύψους 2,2 δισ. ευρώ προς το Δ.Ν.Τ. νωρίτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν, στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα οικονομικής σταθερότητας στις διεθνείς αγορές. Η κίνηση αυτή έγινε ενώ η Πορτογαλία είχε ήδη εξέλθει από το μνημόνιο και πλέον διαχειρίζεται τις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τη βοήθεια χρηματοδότησης από τον EFSF. Σε αντίθεση με την Πορτογαλία, η χώρα μας την ίδια περίοδο, είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δ.Ν.Τ. ύψους 1,56 δισ. ευρώ, αφού τρεις δόσεις του δανείου προς το Δ.Ν.Τ. που έληγαν μέσα στον Ιούνιο δεν εξυπηρετήθηκαν, όπως είχε υποσχεθεί η Ελληνική Κυβέρνηση και τελικά η αποπληρωμή των δόσεων αυτών έγινε στις 20 Ιουλίου 2015 με χρήματα από την πρώτη δόση του νέου δανείου από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό EFSF αξίας 7,16 δισ. ευρώ με το οποίο καλύφθηκε και ομόλογο που έληγε προς της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το εύλογο ερώτημα που σχηματίζεται στο μυαλό μας είναι, πως κατάφερε η Πορτογαλία να εξέλθει μέσα σε 5 χρόνια από το μνημόνιο και να εκπληρώνει μόνη της πλέον όλες τις δανειακές της υποχρεώσεις, ενώ η χώρα μας όχι μόνο υπέγραψε το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη και με σχέδιο εξόδου από την ευρωζώνη. Για να βρούμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα μελετήσουμε την πορεία της Πορτογαλίας εντός μνημονίου και θα συγκρίνουμε τις επιδόσεις της με την Ελλάδα καθώς είναι δύο οικονομίες παρόμοιου «βεληνεκούς», με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, πίνακας 1, όπως πληθυσμός και ΑΕΠ, αλλά με κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό το αίτιο που τις οδήγησε και τις δύο χώρες στο μνημόνιο, το υψηλό εξωτερικό χρέος.
Το δημόσιο χρέος για την χώρα μας ως ποσοστό % του ΑΕΠ εμφάνισε μία μικρή πτώση από το 2009 έως το 2011, όπου βρέθηκε στα ίδια επίπεδα με αυτό της Πορτογαλίας. Στη συνέχεια όμως αυξήθηκε και για τις δύο χώρες όπως ήταν αναμενόμενο καθώς εντός των μνημονίων υπήρξε σημαντική μείωση του ΑΕΠ κάθε χώρας, αλλά ειδικά για την Ελλάδα παρατηρούμε μία έκρηξη του χρέους εντός του 2012 κατά 50% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, όπου ξεπέρασε κατά πολύ την αντίστοιχη ανοδική τάση χρέους της Πορτογαλίας, διάγραμμα 1.
Για την Πορτογαλία το δημόσιο χρέος έφτασε στο 149% ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2014 με σταθεροποιητική τάση, αντιθέτως για την Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας του νέου δανεισμού και της επακόλουθης ύφεσης από την εφαρμογή των νέων μέτρων σε συνδυασμό με την εξάλειψη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αντίστοιχη πορεία με την εξέλιξη του χρέους των δύο χωρών ακολουθεί και ο δείκτης της ανεργίας επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού κάθε χώρας, διάγραμμα 2. Από το 12% όπου βρισκόταν ο δείκτης ανεργίας και για τις δύο χώρες το 2010, για την Πορτογαλία έφτασε το 2013 στην ανώτατη τιμή του στο 16,4%, ενώ για την Ελλάδα την ίδια χρονιά έφτασε το ποσοστό ανεργίας στο 27,5%, δηλαδή ο ένας στους τέσσερις Έλληνες είναι άνεργος. Αν και το 2014 είχε μία πολύ μικρή πτώση για την Ελλάδα, για το 2015 αναμένεται να φτάσει σε νέο υψηλότερο ποσοστό, καθώς μόνο η μείωση τζίρου στο λιανεμπόριο το φετινό καλοκαίρι εξαιτίας των τραπεζικών ελέγχων επέφερε 14.100 νέους ανέργους μόνο για τον μήνα Ιούλιο (3). Επίσης η συρρίκνωση της φετινής τουριστικής περιόδου λόγω πολιτικής αστάθειας, δημοψηφίσματος Ιουνίου και νέων εκλογών τέλη Σεπτεμβρίου, το πάγωμα δημοσίων έργων χρηματοδοτούμενα από ευρωπαϊκά προγράμματα, η πλήρης έλλειψη έκδοσης νέων οικοδομικών αδειών έχει ήδη επιφέρει νέες απολύσεις στον κατασκευαστικό τομέα και έχει επηρεάσει ιδιαίτερα την Περιφέρεια Κρήτης έχοντας αρνητική πρωτιά, με ποσοστιαία αύξηση της ανεργίας κατά 11,28% μόνο για τον Ιούλιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Η Πορτογαλία τα καταφέρνει
Οι Πορτογάλοι εν μέσω κρίσης κατάφεραν να παρουσιάσουν τη μεγαλύτερη αύξηση εξαγωγών μεταξύ των κρατών που επλήγησαν από την κρίση των τελευταίων ετών και στο διάγραμμα 3 βλέπουμε τη μεγάλη διαφορά στις εξαγωγές σε σχέση με τη χώρα μας. Ενώ το 2009 οι εξαγωγές των δύο χωρών σε υπηρεσίες και αγαθά βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο, η Ελλάδα δεν μπορεί να ακολουθήσει την άνοδο της Πορτογαλίας, παρά τη μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 13,3% την περίοδο 2009-2013. Οι επιδόσεις της χώρας μας θα ήταν σαφώς χειρότερες αν δεν υπήρχε ο τουρισμός και η ποντοπόρος ναυτιλία, τομείς οι οποίοι βελτιώνουν την εικόνα της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Αντιθέτως η Πορτογαλία δίνει έμφαση στον εξαγωγικό τομέα κυρίως σε Ευρωπαϊκές χώρες όπως Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία σε τομείς όπως παραγωγή φελλού, εξαγωγές κρασιού, παπούτσια και ανταλλακτικά μηχανών αλλά αναζητά και νέες αγορές όπως Βραζιλία και Αργεντινή.
Το μίγμα των εξαγωγικών προϊόντων στην Ελλάδα είναι τελείως διαφορετικό με φάρμακα, πλάκες αργιλίου, ελαιόλαδο, ψάρια, βαμβάκι, λαχανικά, τυριά κ.λπ. Η αδυναμία της Ελλάδας να ενισχύσει τη διεθνή της παρουσία παρά τις μεταρρυθμίσεις και τις περικοπές των τελευταίων ετών, είναι μία σημαντική πρόκληση για την εκάστοτε κυβέρνηση και τους εξαγωγικούς φορείς καθώς η άνοδος της, θα ενίσχυε σημαντικά την Ελληνική οικονομία.
Σε έναν ακόμα τομέα όπου η Πορτογαλία επένδυσε ώστε να ενισχύσει την οικονομία της είναι η ενίσχυση της βιομηχανίας της, η οποία αποτυπώνεται στον δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, διάγραμμα 4. Σκοπός του βιομηχανικού δείκτη είναι η σύγκριση του μεγέθους της εκάστοτε τρέχουσας μηνιαίας παραγωγής στους κλάδους ορυχείων – λατομείων, μεταποιητικών βιομηχανιών και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, εκτός των κατασκευών.
Όσο αφορά την Ελλάδα, η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής έχει ξεκινήσει από το 2007, εξαιτίας του προσανατολισμού των επιχειρηματιών στις εισαγωγές που έφερναν ευκολότερο κέρδος και στην ταυτόχρονη αποβιομηχανοποίηση της χώρας με αφορμή το ακριβό κόστος παραγωγής και τα υψηλά επιτόκια τραπεζικού δανεισμού. Η πτώση του δείκτη συνεχίστηκε και εντός μνημονίου, αφού αν και η κατανάλωση εισαγόμενων ακριβών αγαθών μειώθηκε αισθητά, οδηγώντας στο κλείσιμο πολλές εισαγωγικές εταιρείες, ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας παρά το φθηνότερο εργατικό κόστος και την πτώση στις τιμές των πρώτων υλών, δεν κατάφερε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητας της διότι έχει υψηλό κόστος φόρων και εισφορών επί των αποδοχών 43% ενώ το αντίστοιχο μέσο κόστος στην Ευρώπη είναι 26%. Η υψηλή φορολόγηση επιβάλλεται εξ αιτίας των υπέρογκων δαπανών του κράτους που ξεπερνούν το 52% του ΑΕΠ.
Αντίθετα στην Πορτογαλία, από το 2011 υπάρχει αισθητή σταθεροποίηση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής που συνοδεύεται από μικρή αλλά σημαντική άνοδο και η ενίσχυση αυτή της ντόπιας βιομηχανικής παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και βρίσκεται σε απόλυτη ακολουθία με την αύξηση εξαγωγών (διάγραμμα 3), άρα ενίσχυση εσόδων στην ιδιωτική αλλά και δημόσια οικονομία.
Εφαρμόζοντας μέτρα υπερφορολόγησης σε περίοδο μείωσης των εισοδημάτων και ύφεσης δεν πρόκειται να επέλθει κανένα θετικό αποτέλεσμα στην οικονομία της χώρας εάν δεν υπάρχει εφαρμόσιμο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και πραγματικής στήριξης του ιδιωτικού τομέα και της επιχειρηματικότητας ώστε να γίνει η πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο περιβάλλον για τη στήριξη των τουριστικών και εξαγωγικών επιχειρήσεων αλλά και για την ίδρυση νέων σε αυτούς τους τομείς. Αντιθέτως στη χώρα μας παρατηρούμε να παίρνονται μέτρα με ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση όπως η αύξηση του συντελεστή Φ.Π.Α. στον τουρισμό (τη μοναδική βαριά βιομηχανία της χώρας μας), ξενοδοχεία και εστιατόρια αλλά και η αύξηση της φορολογίας των εταιριών, κάνοντας λιγότερο ανταγωνιστικό το εγχώριο τουριστικό προϊόν σε σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Επίσης η προσέλκυση νέων επενδύσεων από το εξωτερικό ή και από εγχώριους επιχειρηματίες κρίνεται απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση της ανεργίας και παράλληλη στήριξη της οικονομίας αφού το ασταθές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της χώρας μας οδηγεί τους επενδυτές σε γειτονικές χώρες και παράλληλα με την σταδιακή αποβιομηχανοποίηση της χώρας μας που συντελείται εδώ και δεκαετίες έχει προκαλέσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας της.