Τ’ αδερφοχτού μου θα ‘θελα, απάντηση να δώσω,
τη ρίμα που μου έστειλε,να του ανταποδώσω.
Μ’ αυτήν που μ’ ενημέρωνε, πως ίλιγγος τον πιάνει,
κι έκλεισ’ ένα ραντεβού, καιρό για να μη χάνει.
Στου Τζανακάκη του παλιού, δημάρχου μας το γιόκα,
ειδικευμένου Ω.Ρ.Λ., μα όχι στη Μαγιόρκα.
Απ’ το Σφηνάρι έφθασε, με τον Κοντοπυράκη
του Καστελιού μας ταξιτζή, Πέμπτη μεσημεράκι.
Κι αφού του ταρακούνησε, περίσσια το κεφάλι,
του ‘πε πως ο λαβύρινθος, του προκαλεί τη ζάλη.
Στο Ηράκλειο τ’ απάντησα, εθήτευσες κομμάτι,
και μπήκες στο Λαβύρινθο, στου Μίνω το παλάτι.
Όμως δεν εσυνάντησες, Μινώταυρο κει μέσα
και βγήκες έξω υγιής, ‘για μόλα έγια λέσα
ένας Θησέας κάποτε, με μίτο Αριάδνης,
εμπήκε και τον σκότωσε και συ τη δόξα χάνεις.
Γι αυτό και το λαβύρινθο, στ’ αυτιά μην τον φοβάσαι,
λίγο αν σε ταλαιπόρησε, ξέγνοιαστος να κοιμάσαι.
Μα σου θυμίζ’ αδερφοχτέ, το Γιώργο να προσέχεις
και την κυρά σου Φωτεινή, που αγκωνάρι έχεις.
κι άφησε τα κουτσομπολιά, που λες εις τη δικιά μου
και σε πιστεύει που και που, και βρίσκω το μπελά μου.
Γιατί θε να ‘ρθω σύντομα, στο κάτω το Σφηνάρι,
να γίνουμ’ από δυο χωριά, για του κρασιού τη χάρη.
Τώρα π’ ο κορονιός περνά και φεύγ’ η κατσιφάρα
και καθαρίζ’ ο ουρανός, πίνω και κατοστάρα.
Ο αδερφοχτός σου