29 Μαΐου, ημέρα αποφράδα. Η πτώση της Βασιλεύουσας. Θρήνος και οδυρμός. Μια μαύρη μέρα, που δεν πρέπει να λησμονιέται και πρέπει να μας διδάσκει πολλά, ειδικά σήμερα που μια ένδοξη χώρα υποδουλώθηκε και έπεσε στα χέρια των αδίστακτων δανειστών. Μια χώρα, με μύρια όσα προβλήματα χωρίς να υπάρχει το παραμικρό φως στο τρομακτικό τούνελ. Μια νέα άλωση, που εμείς τη φτιάξαμε. Προϊόν μιας άτακτης υλόφρονης μέχρι ξέφρενης ζωής, διαλύσεως των πάντων, ίδια μ’ εκείνης του Βυζαντίου πριν από την άλωση.
Σε επίρρωση αυτών που αναφέρουμε, παίρνω ένα από τα πολλά γραφτά και εγερτήριες φωνές, τα λόγια του σοφού μοναχού Ιωσήφ Βρυέννιου, που έζησε την περίοδο της παρακμής της Πόλης και κοιμήθηκε λίγα χρόνια πριν την άλωσή της. Είναι σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του “Τα Παραλειπόμενα”, που τα συνάντησα σε άρθρο της Χρύσας Αλεξοπούλου, φοιτήτριας και στο Περιοδικό του ιερού Ναού Αγ. Νικολάου Πευκακίων Αθηνών “Ενοριακή ευλογία”.
Γράφει, λοιπόν, ο Ιωσήφ Βρυέννιος για τα χάλια τότε της Πόλης, όμοια με τα δικά μας, και για τα οποία δεν μετανιώνουμε: «Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τι θα πει να είναι κάποιος χριστιανός, δεν κάνουν τον σταυρόν τους ή περιφρονούν όσους ανθρώπους τον κάνουν. Γυμνοί όπως γεννήθηκαν κυκλοφορούν στους δρόμους και οι άνδρες και οι γυναίκες, ενώ δε οι γυναίκες ντύνονται ανδρικά ενδύματα (!!!) …Απομακρύνθηκε η ευσπλαχνία, εξαφανίστηκε η συμπάθεια, έκανε την άφιξή του το μίσος και πλήθυνε η αναισχυντία. Οι άρχοντές μας είναι άδικοι, αυτοί που βρίσκονται σε καίριες θέσεις και είναι υπεύθυνοι για τα πράγματα είναι άρπαγες, οι κριτές δωροδοκούνται, οι μεσίτες είναι ψεύτες, οι αστικοί εμπαίκτες, οι αγροίκοι άλογοι και οι πάντες αχρείοι. Οι παρθένες έχουν καταντήσει πιο ξεδιάντροπες κι από πόρνες, οι χήρες πιο περίεργες από όσο πρέπει, οι έγγαμοι καταφρονούν και δεν φυλάσσουν την πίστη, οι νεώτεροι είναι ακόλαστοι και οι ηλικιωμένοι είναι συνεχώς μεθυσμένοι από οίνο (εριστικοί και υβριστικοί εν τη μέθη τους), οι ιερείς λησμόνησαν τον Θεόν, οι μοναχοί εκτράπηκαν από την ευθεία οδό…
Με γαστριμαργίες, μέθη, πορνείες, μοιχείες, ακαθαρσίες, ασέλγειες, έχθρες, ζήλιες, φθόνους και κλοπές. Γινήκαμε υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκτες, άρπαγες, προδότες, ανόσιοι, άδικοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι.
Να πω και το πιο σημαντικό (που είναι ουσιαστικά και το χειρότερο;) Πολλοί από τον κλήρο φέρονται ασελγώς (ακόλαστα) και παρ’ όλα αυτά πλησιάζουν την Αγία Τράπεζα και ιερουργούν…
Την χώρα μας ξένοι κατατρώγουν, και δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει. Οι νέες και οι νέοι του γένους μας δόθηκαν σε άλλα έθνη. Όλη την ημέρα τα μάτια μας αυτά βλέπουν και το δικό μας χέρι δεν μπορεί να βοηθήσει… Γι’ αυτό ο Κύριος, που με κάθε τρόπο προετοιμάζει την σωτηρία μας, μας παρέδωσε να ντροπιαστούμε σε όλα τα έθνη και την πρόσκαιρη αυτή ζωή μας, την ρευστή και περαστική, την περιέβαλε με μύρια κακά, μήπως και έτσι, ακόμα και παρά την θέλησή μας, οδηγηθούμε τελικά απ’ αυτόν στην σωτηρία με κατάλληλο τρόπο… Δεν θα παθαίναμε τα δεινά αυτά εάν δεν είμασταν δυσσεβείς και τελείως απομακρυσμένοι από τον Θεόν».
Από τα παραπάνω βλέπει κανείς την απόλυτη αντιστοιχία της σημερινής αθλιότητάς μας με εκείνη της Πόλης πριν από την Άλωση. Δεν μας φταίνε οι ξένοι, όπως και τότε. Εμείς φταίμε, κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε, να μετανοήσουμε και να έλθει το έλεος του Θεού στην καθημαγμένη χώρα μας και μαζί με τον μέγα υμνωδό της Εκκλησίας μας, Άγιο Ανδρέα Κρήτης, να τον παρακαλέσουμε:
«Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν σου, ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν. Αλλά μη παραδώς ημάς εις τέλος, ο των Πατέρων Θεός». (Ειρμός 7ης Ωδής, Μεγάλου Κανόνος).
* θεολόγος – τ. λυκειάρχης