Μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα έρχεται να πάρει
Ο πόλεμος του 1940-1947
Ημέρα χαράς και θλίψεως.
Αυτό το γράφω ως ενθύμιο πως τα κατόρθωσα και τα όσα υπόφερα όχι μόνο εγώ αλλά και όλος ο στρατός πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Την 28 Οκτωβρίου του 40-41 μας χτύπησε ο ιταλικός στρατός από τα Αλβανικά σύνορα.
Μόλις πληροφορήθηκε ότι ο εισβολέας του ιταλικού στρατού ήτο στο πάτριο έδαφος αμέσως η κυβέρνηση του Παπάγου εδιέταξε με ό,τι μέσο υπήρχε την επιστράτευση των κλάσεων από το 1929 μέχρι το 1938.
Ξημερώνοντας την 28 Οκτωβρίου ο ελληνικός λαός και στρατός που το έμαθε ήτο ημέρα χαράς και θλίψεως. Με οποιοδήποτε τρόπο, με ράδια, με τηλέφωνα με ασυρμάτους ειδοποιήθηκε ο Ελληνικός λαός και ο στρατός.
Εμείς εδώ στο χωριό μας στα Ροδωπού μόλις τ’ακούσαμε φωνάζοντας ότι μας κήρυξε τον πόλεμο η Ιταλία αμέσως ειδοποιήθηκε ο καθένας όπου και αν ήτο.
Την ίδια μέρα στις 28 Οκτωβρίου συγκεντρωθήκαμε στη πλατεία του χωριού μας με φωνές Ζήτω ο πόλεμος και εμείς ενομίζαμε πως θα πηγαίναμε σε κάποιο γάμο ή σε κάποιο γλέντι. Αμέσως μόλις συγκεντρωθήκαμε άλλοι κλαίγανε άλλοι εχαίρεντο άλλοι χτυπούσαν τις καμπάνες των εκκλησιών. Η ώρα ήτο περίπου 6 το βράδυ όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Σοφοκλή του Γιωργακάκη και φεύγοντας από το χωριό μας φωνάζοντας ζήτω ο πόλεμος μέχρι που φθάσαμε στα Χανιά από κει μας διεσκόρπισαν άλλους στο τάγμα τους και άλλους στους Λόχους τωνε…..
…..Μόλις μπήκαμε στο αλβανικό έδαφος βλέποντας χωριά και πολιτείες να είναι καημένα όπου τα είχανε εγκαταλείψει οι κάτοικοί τους εκεί. Σε ορισμένα όμως είχαν μείνει και οι κάτοικοί τους, ελάχιστοι όμως.
Συνεχίζοντας την πορεία μας με τα πόδια μας περάσαμε και μέσα από την Κορυτσά. Δεν είχε όμως σχεδόν λεηλατηθεί. Εκεί στο γύρο του δρόμου ήτο ένας φούρνος όπου και έδινε ψωμί στους στρατιώτες. Σταμάτησα για λίγο να πάρω κι εγώ αλλά στη συνέχεια θα έχανα το λόχο μου και αν δεν είχα φωνάξει Γιάννη, Γιώργο, Νικόλα δε τους ηύρισκες. Στη συνέχεια πήγαμε σε ένα χωριό σκεπασμένο με χιόνια, σπίτια και δρόμοι όπου λεγότανε Ντερνικ. Εκεί καθίσαμε 1 μήνα. Εκεί ήτο όλη η οικογένεια του σπιτιού και τον αφεντικό νοικοκύρη τον λέγανε Κερίμ. Μείναμε σ’αυτό το σπίτι 10 άτομα. Εκεί μείναμε ένα μήνα δηλαδή 30 μέρες. Εκεί εκάναμε Χριστούγεννα με λίγο κρέας εκτός ψωμί και εκτός αλάτι το φάγαμε.
Τότε ήρθε μια διαταγή να φύγουμε για την πρώτη γραμμή……….
….Από μέσα από τα κλαδιά όπου εκαθόμαστε βλέπαμε τα Στούκας αεροπλάνα να βοβαρδίζουν τους δρόμους και να ανοίγουνε λάκκους σαν πηγάδια από τις βόμβες και γέφυρες για να κόψουν τη συγκοινωνία. Μόλις φύγαμε από εκεί βγήκαμε σε ένα ύψωμα το 1623 όπου κρατούσαν οι Ιταλοί καλά οχυρεμένοι με όπλα, με πολυβόλα και άλλα μέσα μας βάλλανε αλλά και ο στρατός ο δικός μας δεν έχασε την ψυχραιμία του όπου ανταπόδωκε τα πυρά. Αλλά μια στιγμή όπου αρχίσανε τις φωνές «απάνω βρε παιδιά», «αέρα,αέρα!» τους έκαμαν και εγκατέλειψαν το ύψωμα με την επίθεση που έκαναν…….
…Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ήρθανε άλλα 5 αεροπλάνα και μας βοβάρδισαν εκεί που είχαμε κατασκηνώσει σε ένα δάσος με πολύ ψηλά δένδρα χωρίς φύλλα. Εβοβάρδισαν εκεί που ήτο η μεγάλη σκηνή του ταγματάρχη. Τότε σκοτώθηκαν πολλοί. Αλλονώ έβλεπες στα δέντρα κρεμασμένα χέρια, πόδια, κεφάλια και άλλα. Εμείς ήμαστε ξαπλωμένοι μέσα στο αντίσκηνο και εγώ αυτή την ώρα εδιάβαζα ένα γράμμα. Πέφτοντας οι βόμβες του αεροπλάνου μας τραυμάτισαν και τους 3 μας. Μια στιγμή άκουσα να τρέχει το αίμα στο ήμερό μου. Έτυχε και είχα στον γιλεό μου ένα κομμάτι σπάο και δένουν τον πόδα μου, ο Νικόλας ο Παπαδάκης και ο Αντώνης ο Τζινευράκης από τα Νοχιά όπου ήμαστε μαζί.
Μόλις είδαμε την εξαφάνιση της σκηνής του συνταγματάρχη, και τα δικά μας αντίσκηνα, τους σκοτωμένους, κρεμασμένους στα δένδρα με δίχως χέρια, πόδια και κεφαλές. Δίπλα έπεσε μια βόμβα η οποία δεν εξερράγη και έτσι γλιτώσαμε……
…Μόλις βγήκαμε έξω να άλλα 5 αεροπλάνα. Εκεί ήτο απέξω ένας στρατιώτης σκοτωμένος και λέω του Νικόλα να σταθώ να του βγάλω τις αρβύλες του. Δεν πρόλαβα να το πω σε ένα λεπτό να άλλα 5 αεροπλάνα και εβοβάρδισαν το ίδιο σπίτι πάλι. Εμείς κατεβήκαμε σε ένα δέτι από κάτω σε ένα μεγάλο δένδρο και πέσαμε μπρούμουτα και ευτυχώς οι βόμβες έπεσαν από πάνω που ήμαστε εμείς……
…Τότες μου έδωσε ένας Ευέλπιδας ένα αυγό τηγανιτό. Του είπα ευχαριστώ πολύ. Δεν του είπα εγώ πως μου έδωσε μια γριά ένα παξιμάδι, γιατί τίνος ηθελε να το πρωτοδώσω; Τέλοσπάντο, μείναμε μέχρι το πρωί. Μόλις ξημέρωσε, διέταξε ο λοχαγός να φύγουμε από κεί και να πάμε γύρω-γύρω να κρυβόμαστε για να μην γίνομε αντιληπτοί. Ο καθένας μας πήγε σε κάποιο κλαδί και κρυβόταν. Εγώ πήγα εκεί σ΄ένα κυπαράκι και κοίταζα μήπως βρώ κάτι. Βρήκα κάτι κουκιά που ήτο άχρηστα. Τελοσπάντω τα μάζεψα και βρήκα και μερικά πικραμύγδαλα και έτρωγα τα φύλλα γιατί οι σπόροι ήτονε πικροί….
…Στης Αλβανίας τα βουνά, στα χιονισμένα χόρτα, εκεί εκάναμε Πρωτοχρονιά και Φώτα.
Υ.Γ. Τα αποσπάσματα του ημερολογίου παρουσιάζονται όπως ακριβώς συντάχθηκαν από τον παππού μου.
Σ.Σ.1: Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το υπό έκδοση Ημερολόγιο Πολέμου του Εμμανουήλ Γεωργ. Μυλωνάκη.
Σ.Σ.2: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ)