Κάτω απ’ τα φύλλα της καρδιάς, εκεί στρεχιάζει η ελπίδα,
σε στείρους χρόνους δίσεκτους και χαλεπούς καιρούς,
και προφυλάει τα όνειρα που δέρνει η καταιγίδα
και στου πολέμου μη χαθούν στους μαύρους του καπνούς.
Κάνει το δάκρυ της ζωής, νερό και τα ποτίζει
να κρατηθούνε ζωντανά ν’ ανθίσουν μιάν αυγή,
κι αγέρωχη κι αλύγιστη το μίσος φοβερίζει
βάλσαμο στάζει στις πληγές και διώχνει την οργή.
Τις ρίζες της απελπισιάς απ’ της ψυχής τη γλάστρα
να τις ξεράνει προσπαθεί και να τις ξεριζώσει
και μες στον κάμπο της ζωής να γκρεμιστούν τα σκιάχτρα
πασχίζει και της Άνοιξης χαλί χαράς ν’ απλώσει.
Ω της ζωής κόρη ακριβή, γλυκομιλούσα ελπίδα
στην πίκρα και στη μοναξιά αιώνια συντροφιά,
είσαι το φως στην καταχνιά που απλώνει η καταιγίδα
στον πόνο βάλσαμο απαλό κι απαντοχή γλυκιά.
Εσύ είσαι η δροσερή πνοή στου πόνου το καμίνι
σ’ όποιους τους ψήνει ο πυρετός κι ο χάρος καρτερεί
παρηγοριά σ’ όσους βογκούν στην έρημή τους κλίνη
και σβήνεις όταν η ψυχή τ’ άστρο της πάει να βρει.
Χαρά σ’ αυτόν που σταθερά πλάι σου προχωράει
κι ας έχασε το δρόμο του μια μέρα θα τον βρει,
μα όποιος θα πει κουράστηκα και δεν σ’ ακολουθάει
τα όνειρά του θα πνιγούν σε πέλαος βαθή.