Κάτω απ’ τα φύλλα της καρδιάς η ελπίδα εκεί στρεχιάζει
εκεί που ο πόλεμος κι η οργή τον όλεθρο σκορπούν
τα πληγωμένα όνειρα σαν μάνα τ’ αγκαλιάζει
ν’ ανθίσουν κάποια χαραυγή το φως του ήλιου να δουν.
Κάνει το δάκρυ της ζωής νερό και τα ποτίζει
και με το δάκρυ της γλυκά, τους πλένει την πληγή
αγέρωχη κι αλύγιστη το μίσος φοβερίζει
και τ’ αγκαλιάζει ανάλαφρα να μην τα βρει η οργή.
Τις ρίζες της απόγνωσης απ’ της ζωής τη γλάστρα
να τις ξεράνει προσπαθεί και να τις ξεριζώσει
και μες στον κάμπο της ζωής να γκρεμιστούν τα σκιάχτρα
πασχίζει και της άνοιξης χαράς χαλί ν’ απλώσει.
Ω, της ζωής κόρη ακριβή γλυκομιλούσα ελπίδα,
στη θλίψη και στη μοναξιά αιώνια συντροφιά
παρηγοριά σ’ όσους βρεθούν σ’ άγρια καταιγίδα
μες στης ζωής το πέλαος, κι απαντοχή γλυκιά.
Χαράς τον που στα χνάρια σου με πείσμα προχωράει
κι ας έχασε το δρόμο του, μια μέρα θα τον βρει
μα όποιος θα πει κουράστηκα κι όλο πίσω γυρνάει
τα όνειρά του θα πνιγούν σε πέλαος βαθύ.