Έρωτα μελιστάλακτε χιλιοτραγουδισμένε
που ένα απαλό σου χάιδεμα μερεύει τα θεριά,
της ηδονής μονάκριβε του πλάστη χαϊδεμένε,
εσύ είσαι η χάρη της ζωής και η πιο γλυκιά ομορφιά.
Σ’ όποιας ψυχής το δάκρυ σου τον κήπο της ποτίζει
λογίς – λογίς μοσχοβολιές αμέτρητες σκορπά
και μιαν πρωτόγνωρη αυγή θαρρεί γι’ αυτή ροδίζει
και στα αιθέρια από χαρά σαν άγγελος πετά.
Ότι σκεπάσουν απαλά τ’ αγγελικά φτερά σου
κι ότι τ’ αραχνοΰφαντο μαγνάδι σου τυλίγει
μαγεύεται και δεν μπορεί να ζήσει μακριά σου
ώσπου η ψυχή του μιαν αυγή απ’ το κορμί του φύγει.
Ω, της ζωής ανάσταση, κι – ω πόθε μαγεμένε
τα πυρωμένα βέλη σου όποια καρδιά τρυπούν
θαρρεί πουλιά στα κλώνια της τραγούδια πως του λένε
κι αηδόνια γλυκοκέλαηδα που τις χαρές του υμνούν.
Στη θλίψη βάλσαμο γλυκό γίνεται τ’ άγγιγμά σου
στη μοναξιά η ανάσα σου φως και παρηγοριά
απάγκιο στους ανήμπορους η ολόθερμη η αγκαλιά σου
και σ’ όσους σ’ έχασαν… γι’ αυτούς ανάμνηση γλυκιά.