Τριαντάρης, παντρεμένος και με παιδιά στα νήπια ο Γιώργος, έφτασε στη θάλασσα, πέταξε τα ρούχα του, έβαλε ένα μαύρο μαγιό, και σαν κοπέλι άρχισε να παίζει με τα κύματα, να κάνει βουτιές, να ξαπλώνει στη Γαβαθιανή την ψιλή άμμο και να χαλαρώνει απ’ την ένταση και το άγχος που του δημιουργούν οι πελάτες του, που, πώς τα καταφέρνει, μ’ όλους είναι και φίλος. Και με τους πιο δύστροπους. Κι άμα δεν έχει κάποιος να τον πληρώσει, με της κρίσης τα στριμώγματα, δεν του κακοφαίνεται.
―Δεν πειράζει. Βάλε ένα ούζο να πιούμε κι άμα δρομολογήσει η δουλειά σου με ξεπληρώνεις.
Κι αν βλέπει να ζορίζεται ο κάπελας, γιατί ηλεκτρικές συσκευές οικιακές ή επαγγελματικές επισκευάζει ο Γιώργος ο Παπαγεωργίου με το Παρακιλιώτικο περήφανο αίμα στις φλέβες του και την αγάπη για το διπλανό που κληρονόμησε από μάνα και πατέρα, πάλι χαμογελά
―Και να μη πληρώσεις, η φιλία αξίζει πιο πολύ.
Μα έχει κι άλλα κουσούρια αυτό το παλικάρι.
Τι; Να. Πάντα κουβαλάει ένα πλατύ χαμόγελο, ένα σπιρτόζικο χιούμορ, ένα αυθόρμητο γλυκό πείραγμα, ένα ζεστό γέλιο, ένα νοιάξιμο για όλους κι όλα κι ένα άμεσο τρόπο αντίδρασης που σε σκλαβώνει. Κι έτσι, γιομίζει ευδιαθεσία πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους.
Με λίγα λόγια προσπαθεί να βλέπει τη δουλειά του σαν παιγνίδι.
Σαν και σήμερα που έκανε μια περασιά από πεντέξι πελάτες του, κατηφόρισε ως το Γαβαθά, τον κέρασα ένα ουζάκι στου Τσολιά, κάτι του είπε όμως η Βαγγελιώ, γίνηκε ελατήριο.
―Είναι επικίνδυνο, είπε και, αστραπή, διόρθωσε τον σταθεροποιητή τάσης.
Αποτέλειωσε μετά το ούζο του, αρνήθηκε να τον κεράσω δεύτερο.
―Πάω για μπάνιο, δε θέλω, είπε.
Ούτε στο δικό μου σπίτι δεν ήρθε, μη μας χασομερήσει, γιατί ήξερε πως ετοιμαζόμασταν να πάμε στην Τσίθρα να προσκυνήσουμε στον Άγιο Νικόλα.
Στο κατάγιαλο που τσαλαβουτούσε, με τα πόδια του όλο φύκια, τον είδα πάλι να μιλάει ανήσυχος στο κινητό.
―Μπλόκαρε η παντόφλα στον καταψύκτη και βραχυκύκλωσε. Πώς δεν καήκανε! Τρέχω, μου είπε και χάθηκε.
Σε μια ώρα, φεύγαμε κι εμείς για Τσίθρα. Σαν πήραμε όμως την κατηφόρα, καπνός και μυρουδιά από καμένα χόρτα τραβήξανε την προσοχή μας. Και λίγο παρ’ έκει, ένα πυροσβεστικό όχημα και πυροσβέστες να ρίχνουν νερό σε μια καμένη έκταση, κάπου δέκα τετραγωνικά μέτρα. Και αυτοκίνητα. Πολλά αυτοκίνητα και κόσμος.
Περνούσαμε προσεχτικά, όταν άξαφνα εμφανίστηκε μπροστά μας, μαύρος και βρώμικος, ο φίλος μας ο Γιώργος. Εκείνος μας είδε και μας φώναξε. Πού να τον γνωρίσουμε εμείς έτσι που ήταν..
―Τι συμβαίνει; Ρωτήσαμε. Τι χάλια είναι αυτά;
―Έσβησα τη φωτιά.
―Δηλαδή;
―Πήγαινα στο χωριό να σάξω το φούρνο του Λουκή, όταν είδα δίπλα στο δρόμο τη φωτιά.
―Και μετά;
―Τι μετά. Είχα δυο – τρία μπουκάλια νερό στο αυτοκίνητο, τα άδειασα στις φλόγες κι άρχισα να τσαλαπατώ τη φωτιά ώσπου τη γονάτισα.
―Κι η πυροσβεστική;
―Απ’ τη μια έσβηνα κι απ’ την άλλη τηλεφωνούσα. Καλά που ήρθανε. Ρίξανε πολύ νερό, δεν υπάρχει τώρα κίνδυνος.
Προσέξαμε, το παντελόνι του σκισμένο, τα παπούτσια του καμένα.
―Έγινες χάλια ρε Γιώργο… παπούτσια, ρούχα, άχρηστα …
―Έ τι πειράζει. Η φωτιά όμως έσβησε.
―Είσαι εποχιακός δασοπυροσβέστης; Ρώτησε η Αμερικάνα κόρη μου.
Αυτός γέλασε.
―Γιατί έπρεπε να είμαι, για να τη σβήσω;
―Έχεις εδώ κανένα χωράφι; Ξαναρώτησε από δίπλα.
―Τι δουλειά έχω εγώ ο Παρακλιώτ’ς στην Άντισσα.
―Μπράβο σου Γιώργο.
―Τι θα πει μπράβο. Έκανα το αυτονόητο.
―Οι άλλοι όμως δεν θα το έκαναν.
―Είναι πόσο αγαπάς τον τόπο σου.
Με την τελευταία κουβέντα έκανε μια απότομη στροφή, χαιρέτηξε άγαρμπα κι έφυγε, αφήνοντας πίσω του μια παλικαριά κι ένα όνειρο για μια καλύτερη Ελλάδα.
Είναι, πόσο την αγαπάς.