Ήρθε ο Μανόλης απ’ την Κεραμωτή, καλό παιδί, καλοταϊσμένος, καλοδιατηρημένος, με τα γυαλάκια του και την κοιλίτσα του, εμφανίσιμος, στην κοινωνία περπατημένος και με γνώσεις ανωτέρας εκπαίδευσης.
– Στην Αθήνα δούλευα, μα δεν τη μπορούσα, πολύ τσιμέντο, καυσαέρια, δεν ξέρεις τι τρως τι πίνεις, πολυκοσμία, ανασφάλεια, άγχος, πήρα την απόφαση, ήρθα στον τόπο που γεννήθηκα. Το χωριουδάκι μου με τους λιγοστούς κατοίκους.
Κι είναι, λέει, πολύ χαρούμενος, που έχει τον καθαρόν αγέρα, την υγειά του, τον κήπο του, τις κοτούλες του, ελίτσες, χορταράκια, τα διάφορά του τέλος πάντων, παλεύει με τα χτηματάκια του κάνει και κανένα μεροκάματο άμα βρει.
– Στο χωριό, κανένας δεν πεινάει κ. Γιώργο, είπε εμφατικά.
– Και… δηλαδή… εισοδήματα…
– Δε βλέπετε; Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, που λένε, μα δε συμφωνώ, η δουλειά ντροπή δεν έχει…
– Η τίμια δουλειά, τον διέκοψα.
– Εννοείται. Γι’ αυτό και δουλεύω σαν εργάτης κι ας σπούδασα εργολάβος.
– Μπράβο σου.
– Θέλω να τρώγω ένα πιάτο μερωμένο φαγί και να κοιμάμαι ήρεμος, χωρίς φόβο.
Κείνη την ώρα ο Σπύρος, ο μάστορας, έκανε παρέμβαση.
– Πέρυσι, στην ελαιοσυλλογή, έστειλα ανακοίνωση στα Χανιώτικα Νέα και ζητούσα Έλληνα εργάτη για δυο μήνες συνέχεια, με καλό μεροκάματο, να μαζέψουμε μαζί τις ελιές…
– Και;
– Τι και. Δεν εμφανίστηκε ούτε ένας.
– Καλύτερα στο ταμείο ανεργίας, έ;
– Έτσι σκέφτονται και νααα, στα ύψη η ανεργία. Τι να κάνουμε; Παίρνουμε ξένους στη δούλεψή μας.
Πάλι ο Μανόλης πετάχτηκε.
– Έχει γιομίσει η Ελλάδα τεμπέληδες.
Και μου ήρθε το κρύο Αμερικάνικο, που καθόντουσαν, λέει, δυο τεμπέληδες στον ήλιο.
«Τι κάνεις εκεί Τζον» ρωτήσανε τον έναν.
«Τίποτα, κύριε».
«Κι εσύ Τζακ;».
«Βοηθάω το Τζον, κύριε».
Δε γελάνε βέβαια στα Αμερικάνικα ανέκδοτα, γελάνε όμως, ή μάλλον κλαίμε, με τη φτώχια που περνούν οι συμπολίτες μας, στις πόλεις κυρίως.
Και τούτο μου το θύμισε ο Ηλείας ο ηλεκτρονικός που κατέφθασε να σάξει της γειτόνισσας την κεραία.
– Τι να βλέπει η χριστιανή; Καλύτερα ένα ραδιοφωνάκι, είπε.
– Για παρηγοριά, Ηλεία, σχολίασα, επετέθηκε.
– Παρηγοριά έχετε εδώ τη φύση, το κηπαράκι, τις γατούλες, τις κοτούλες… και δως του, μου αράδιασε όλα τα πλεονεκτήματα του χωριού.
Είναι που λέτε, να κλαις άμα βλέπεις τους αθρώπους, μεγάλους αθρώπους, να πηγαίνουν στα σκουπίδια, να ψάχνουν κι ύστερα στην παράγκα τους, αν έχουν κι απ’ αυτήν, ή στο παγκάκι, να υποφέρουν, να δυσανασχετούν και να βρίζουν τους άλλους, μόνο τους άλλους, αφού ποτέ δεν κάνουμε την κεφαλή μας προς τα πίσω να δούμε την καμπούρα μας. Κι ακόμα χειρότερα, νοσταλγούν το χωριουδάκι τους και μακαρίζουν εμάς, λέει, που καλοπερνούμε. Κι ας έχουν τα χωραφάκια τους εγκαταλελειμμένα, γιομάτα αγκάθια και σκουπίδια. Και το σπίτι τους το πατρικό, να χάσκει και να φωλιάζουν μέσα νυχτερίδες. Κι άμα τους ψιθυρίσεις,
– Γιατί δεν πας εκεί να τα έχεις όλα…
– Εγώ; Να γίνω πάλι χωριάτης και η γυναίκα μου χωρίς τα όσα χρειάζεται, σου κάνουν οι πιο πολλοί επίθεση.
Είναι πάλι κι άλλοι που αναστενάζουν γιατί θέλουν, μα δεν μπορούν, λέει, να γυρίσουν στο χωριό. κι ακόμα μερικοί που παίρνουν, ναι παίρνουν σύνταξη ΟΓΑ κι έχουν χρόνια να δουν τα όποια χτήματα έχουν.
Κι ο Ηλίας δίπλα μου ο ηλεκτρονικός που ήρθε είκοσι και είκοσι σαράντα χιλιόμετρα δρόμο για να δουλέψει και να κερδίσει είκοσι ευρώ, φωνάζει.
– Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είναι γρουσούζηδες. Το θέλουν και ψάχνουν, σαν τις γάτες, στα σκουπίδια για αποφάγια. Ζήτησα σε έναν απ’ αυτούς να έρθει να καθαρίσει την αυλή του γείτονα για πέντε ευρώ και γέλασε. Κατάλαβες τι σου λέω;
– Κατάλαβα.
– Όχι, πε μου. Σε ποιον θα πάνε να ζητήσουν κάπου να τους βοηθήσουν και δε θα τους πάρει για ένα πιάτο φαγί. Όχι λεφτά κ. Γιώργο. Μόνο φαΐ.
– Δηλαδή δεν φταίει η κρίση κι η κυβ…, πήγα να πω, με έκοψε.
– Φταίνε δε λέω. Μα φταίμε κι εμείς. Αυτοί δηλαδή οι… σκουπιδοφάγοι.
– Δίκιο έχεις Ηλία..
– Εγώ, που λες, είμαι του πεζοδρομίου. Δηλαδή, εκεί σπούδασα. Εσύ είσαι μορφωμένος, δε λέω, αλλά άκου με. Ο κόσμος έχει χαλάσει. Όλοι τεμπελιάσαμε. Κατά που πάμε, οι μηχανές θα τα κάνουν ούλα κι οι αθρώποι θα είναι, ένα τίποτα. Με κατάλαβες κύριε καθηγητή;
– Κατάλαβα Ηλία, κατάλαβα.
*gkamvysellis@yahoo.gr