Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός
δε μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη.
Το μόνο που ξέρει είναι να μη δείχνει το δρόμο
αλλά την απατηλή παράκαμψη,
να προσφέρει βιβλία, όχι την αλήθεια.
Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος.
Κ. Παπαγιώργης
Το είχα μέσα μου σαν αδιευκρίνιστο συναίσθημα, σα θαμπό ερέθισμα, σαν ασαφές χρονικό σημείο. Όμως τα παιδικά χαράγματα αφήνουν ίχνη ανεξίτηλα.
Το θυμήθηκα δεκαετίες μετά, όταν ο Νεκτάριος με ενημέρωσε για τα οινοκρητικά.Επιασα λοιπόν το μολυβδοκόνδυλο….
3 Νοέμβρη ήταν, του Άη Γιώργη του μεθυστή, όταν ανοίγουν τα βαρέλια.
Σε ορεινό χωριό στα υψίπεδα του Μαινάλου, στην Αρκαδία.
Οι διψομανείς του χωριού, είχαν ήδη συγκεντρωθεί απ το μεσημέρι, στο οινομαγειρείο, με τα λιγοστά τραπέζια, την ξυλόσομπα και τα πολλά βαρέλια.
Είχε ήδη στρωθεί το λιτό, απέριττο τραπέζι και όλοι περίμεναν τη μεγάλη στιγμή, σε ένα πρωτόγονο, πρωτόγνωρο για μένα σκηνικό. Κάποια στιγμή μετά τα πρώτα τσίπουρα, οι θύοντες στον Βάκχο, άρχισαν συλλαλούντες: Άνοιξε το πυράφι, άνοιξε το πυράφι. Ο ταβερνιάρης άρχισε να ανοίγει την πάνω μικρή οπή (πυράφι) του βαρελιού και ο αιματόχρους οίνος, διαγράφοντας καμπύλη τροχιά, άρχισε να τρέχει μέσα στο ¨κατοστάρι¨ . Η ομήγυρις ομοθυμαδόν άρχισε τις επευφημίες λέγοντας διάφορα, τα οποία, μικρός εγώ, (είχα πάει στο μαγαζί για να ψωνίσω) πρώτη φορά άκουγα.
΄΄Η Παναγιά στ αμπέλια και μεις μες τα βαρέλια΄΄, ΄΄Τον οίνον ημών τον επιούσιον΄΄ λέει ο δεύτερος. Οίνον, σίτον και έλαιον είπε ο Χριστός, προσθέτει ο παπά-Νικόλας, θέλοντας να διορθώσει τον προλαλήσαντα. Ναι αλλά εσύ παπά-Νικόλα μόνον τον οίνο βλέπω να ευλογείς, προσθέτει η γυναίκα του ταβερνιάρη, που ήταν μέσα στα νεύρα, γιατί διέβλεπε το τριήμερο γλεντοκόπι που θα ακολουθούσε. Τα ποτήρια γέμισαν και όλοι συμφώνησαν: κεχριμπάρι, κεχριμπάρι και του χρόνου και πάντα. Τσούγκρισαν τα ποτήρια και άρχισαν να πίνουν από το γιοματάρι. Κατά το βράδυ, οινοβαρείς, έλεγαν ό τι δεν είπαν μέχρι τότε, σε ένα θρυμματισμό όλων των πρέπει. Οι αντιστάσεις είχαν καμφθεί και είχε ανοίξει η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο. Αποσυνδέονται οι λέξεις σε ένα χαλαρό συνειρμό ή βρίσκουν το αληθινό τους νόημα σε ένα νέο συντακτικό κανόνα. Τα συναισθήματα έρρεαν σαν το κρασί, οι καρδιές είχαν ανοίξει σε μια αυθεντική επικοινωνία, σε ένα σμίξιμο των έσω στιβάδων, σε μια λυγμική κατάσταση.
Μια τελετουργία ήταν, μια δοξολογία της φιλίας, της ευθυμίας, του χιούμορ, του ερωτα,της επικοινωνίας.
Και όταν η παρέα έφτασε στην κορύφωση πριν την πτώση (διότι συνέβαιναν και πτώσεις) ήρθαν στην παρέα και τα όργανα. Το νταούλι και η πίπιζα. Η συγκίνηση έβγαινε στο τραγούδι και το τραγούδι σε συγκίνηση. Μέχρι πρωίας και μέχρι επόμενης ημέρας και μεθεπόμενης. Για τη χάρι του Άη Γιώργη του μεθυστή όπως έλεγαν.
Τι σχέση έχει αυτή η ιστορία με τα οινοκρητικά τη σύγχρονη οινολογία και οινοποιία; Έχει και παραέχει.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήξεραν τίποτα από τη σημερινή ορολογία των οινολόγων και της οινολογίας. Δεν ήξεραν τίποτα για το αμπελοτόπι, τα χαρακτηριστικά του κρασιού, δε γνώριζαν τη γλώσσα των ειδικών που σήμερα ασχολούνται με το κρασί.
Όμως χωρίς μια εμμονική αντιδραστική προσκόλληση στο παρελθόν και στην παράδοση, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτά αποτελούν και πολιτιστική, πολιτισμική έκφραση και ιστορική μνήμη που μας προστατεύουν και από τη διαβρωτική δύναμη του μάρκετινγκ και την κυνικότητα των αγορών. Εάν αποδεχθούμε ότι η ιστορική μνήμη είναι μια από τις καθοριστικές ιδιότητες του ανθρώπου, που μας προσδίδει μορφή, νόημα και ηθική υπόσταση, τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι χωρίς αυτήν, είμαστε παραδομένοι σε κάθε είδους πλάνη, ψεύδος και εκμετάλλευση.
Όπως το κρασί είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο προϊόν, έτσι και η σύγχρονη οινοποιία πάτησε πάνω στη βάση της παραδοσιακής αμπελουργίας.
Πριν εξερευνήσουμε τους αμπελώνες, τις κάβες, τα εστιατόρια, τα μπιστρό, τις ποικιλίες και τις διάφορες εμφιαλώσεις, μην ξεχνάμε ότι εκτός από το χαρακτήρα του κρασιού, υπάρχουν και οι χαρακτήρες της παρέας…
Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι. Που σημαίνει : Με άλλα τόσα, την ξαναφτιάχνεις.
Πουλιά πετούμενα πάνω από τη γονατισμένη Ελλάδα, τα παραπάνω λόγια
Του Ελυτη.