-Πώς τονε θωρείς τον καιρό καπετάν Μανούσο εσύ που παρακολουθείς τα μερομήνια… λες να έχομε κι άλλο χιονιά;
-Μη φοβάσαι καπετάν Σηφάκο, απ’ αύριο θα κάμει καλοσυνάδες και να παεις ν΄αποραβδίσεις τσ’ ελιές σου.
-Μα δεν μου λες να σε ρωτήξω, εσύ πού κατέεις να διαβάζεις την κουτάλα των σφαχτών… δείχνει πράμα σημάδι για εκλογές.
-Ίντα να σου πω μπρε συ που δεν πάνε και καλά τα μάτια μου εδά τελευταία και δεν θωρώ καλά τα σημάδια…
-Και δεν με νοιάζει δα παρά με ρωτά συνέχεια και το κοπέλι του συντέκνου μου που λιγοψυχά κι αυτό πότες θα γενούνε… μπας και ξεκουμπιστεί ετούτος σε ο Ζερζεβούλης που μασε κυβερνά… να δούμε ανε μπροκάμει να βγει κι αυτό το κακορίζικο, για δεν μπορώ να τ’ ακούω να γούζιεται.
-Συνέχεια το μασκαρεύει ο αντίχριστος πως θα περιμένει ακόμη πολλά φεγγάρια μέχρι να τσι κάμει, του κάνει και τον καμπόσο ο κουμούνας, κι οψές του βαλε τσι φωνές μπροστά στον κόσμο… ότι όποτες θέλει αντράκι μου, κι όπου θέλεις να πάμε να λογαριαστούνε.
-Ναι αλλά και το συντεκνάκι σου έχει ξαγκριγιέψει τελευταία και δεν του χαρίζει… όποτε τονε πετυχαίνει στην βουλή, του γρυλίζει σαν την σκλόπα, και του χυμά σα φουρόκατος να του βγάλει τα μάτια ντου.
-Δεν ήτανε μωρέ αυτό ετσά νευρικό, παρά εκείνοι να οι γανωτζήδες οι συμβουλάτορες που έχει αναμαζωμένους είναι που το φωθιάζουνε το κοπέλι… κι ο θεός να με βγάλει ψεύτη μα θαρρώ πως είναι βαλτοί οι κερατάδες…
-Μην χολοσκάς καπετάνιο μου μα ετσά πεταρίζουνε τα κοπέλια οντέ βράζει το αίμα ντωνε, σαν τα πετειναράκια κυνηγά το ένα το άλλο κι αύριο πάλι φιλεύουνε… δεν θυμάσαι τα δικά μας που παίζαμε πετροπόλεμο και σπούσαμε τσι κεφαλές μας… τα ξέχασες φαίνεται… μόνο άντε -άντε καλιά ν’ αλλάξουμε κουβέντα, και να πάμε να δούμε ίντα μαγερέψανε οι γράδες μας…!