Πολύς καιρός επέρασε που στα χωριά δεν πήγα
κάτσετε ‘δα να σασε πω ίντα ‘μαθα κ’ ιντάδα.
Ήτονε μέρα βροχερή κρυούτσικη συνάμα
προσπάθησα να θυμηθώ όμως δεν είδα πράμα.
Είχανε εξαφανιστεί σα να ‘ρθανε θηρία
μου ‘πανε πως τα σάρωσε ούλα η κακοκαιρία.
Κακοκαιρία σαν αυτή που γνώρισε ο τόπος
ήρθε και εξαφάνισε τσοι κόπους των ανθρώπω.
Εδά τραβούνε τα μαλλιά που μένουν στα κεφάλια
και πώς θα θεραπέψουνε ετουτανέ τα χάλια.
Λίγοι αθρώποι μείνανε, καλλιεργούν τη φύση
κιανείς δε σκέφτηκε ποτές, τον τόπο ντου ν’ αφήσει.
Χρειγιάζεται ούλοι εμείς που κράτος βοηθούμε
γι’ αυτούς που είχαν κι έχασαν βοήθεια να βρούμε.
Να γίνει πάλι ο τόπς μας ως ήτονε πρώτα
νάχει ο κάθα εις δουλειά, εισόδημα και φρούτα.
Επιδοτήσεις αρκετές θα ‘πρεπε να δοθούνε
σ’ αυτούς που με το έργο τους ούλους μασε κρατούνε.
Δρόμοι, περβόλια, γέφυρες πάλι να ξαναγίνουν
χρειγιάζονται τέθοια παντού γιατί ζωή μας δίνουν.
Μόνο ετσά γυρίζουμε στα ίσια το Νομό μας
για να κρατήξουμε ψηλά εδά τον τουρισμό μας.
Μεγάλη νοσταλγία