Kαλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο,
Διηγήσεις ενός ενάλιου αμφορέα.. Διηγήσεις ζωής… Διηγήσεις που ξεκινούν πριν από 2.500 χρόνια και φτάνουν μέχρι σήμερα… Για ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, το κείμενο του οποίου έχει γράψει η αρχαιολόγος Ιωάννα Κραουνάκη, ο λόγος. Αποσπάσματα απ’ αυτό το ομορφογραμμένο κείμενο, διανθισμένο με φωτογραφικό υλικό επίσης απ’ το πρόγραμμα (Αθήνα, 2008) φιλοξενούμε στον σημερινό Παιδότοπο. Για μια παραμυθένια και συναρπαστική περιπέτεια πρόκειται. Εχει τον τρόπο της η Ιωάννα, μιλώντας… σαν αμφορέας, να μας κάνει να την παρακολουθούμε. Οπως έχει τον δικό του τρόπο ο αδελφός της ο Σταμάτης να μας καθηλώνει με τη μουσική του. Το είχα διαπιστώσει και πριν από δύο χρόνια, όταν η Ιωάννα μου είχε στείλει μια άλλη ανάλογη δουλειά της σε ηλεκτρονική μορφή και συγκεκριμένα “Το μαρμαράκι της Αθανασίας” που αναφέρεται στην Ελγίνεια λεηλασία των Γλυπτών του Παρθενώνα και στον αγώνα της Μελίνας για τον επαναπατρισμό τους. (Παιδότοπος, Σάββατο 29.4.2017). Χαίρομαι πολύ, Ιωάννα, που ο “Αμφορέας” σου κυκλοφορεί ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα κι εύχομαι από καρδιάς και οι άλλες δουλειές σου να έχουν ανάλογη τύχη…
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Δάσκαλος
[…] Η αφήγηση των περιπετειών του αμφορέα, διήγημα της πολυτάλαντης αρχαιολόγου κ. Ιωάννας Κραουνάκη. Προσπαθεί να μυήσει τους μικρούς μαθητές στον κόσμο της θάλασσας. Στην επιστημονική επιμέλεια του διηγήματος συμμετείχε και η αρχαιολόγος κ. Θεώνη Δημητριάδου, η οποία επί σειρά ετών εκπαιδεύει με πραγματική μαεστρία στα εργαστήρια της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων τους μικρούς μαθητές στα ενάλια ευρήματα, «αποσφραγίζοντας τους αμφορείς», για να ξεχυθεί απ’ αυτούς το πνεύμα της γνώσης. […]
Καλλιόπη Πρέκα – Αλεξανδρή
(Προϊσταμένη της Εφορείας
Εναλίων Αρχαιοτήτων)
[…] Γεννήθηκα τον 5ο αιώνα π.Χ. στην αρχαία Μένδη, στα παράλια της Χαλκιδικής. Όνομα κανείς δεν μου έδωσε, γιατί με κανέναν δεν απόκτησα ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση. Πλάσθηκα από τη γόνιμη αυτή γη και από νερό από τα χέρια ενός έμπειρου αγγειοπλάστη. Πρώτα πλάσθηκε το σώμα μου, μετά στηρίχθηκε επάνω ο λαιμός και τέλος στους ώμους μου προσαρμόστηκαν οι λαβές και η οξυπύθμενη απόληξή μου, που αποτελεί την μη στέρεη βάση μου. Στέγνωσα από την θαλασσινή αύρα και ψήθηκα στον κεραμικό κλίβανο σε υψηλές θερμοκρασίες. Η φωτιά που τύλιξε την πήλινη μορφή μου σταθεροποίησε το σώμα μου μετατρέποντας την άργιλο σε κεραμική.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μου ταξίδεψα από τον τόπο μου σε όλα τα μέρη της Ανατολικής Μεσογείου κουβαλώντας στο κορμί μου τον οίνο τον αρχαίο της πατρίδας μου, αλλά κι άλλων πατρίδων. Έτσι όπως πότιζε το κρασί το πήλινο σώμα μου, είχα την αίσθηση πως ήμουν μονίμως μεθυσμένος. Την εικόνα ενός μεθυσμένου αμφορέα μπορείτε να την φανταστείτε. Ευτυχώς που ήμασταν δεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και ακινητοποιημένοι, αλλιώς θα έκανα με την οξυπύθμενη απόληξη μου πιρουέτες στην κουπαστή. Ήμασταν τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο σε σειρές σαν στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Η πρώτη σειρά ήταν δεμένη και οι οξυπύθμενες απολήξεις στερεωνόντουσαν με φύλλα, ξύλα και κλαδιά. Από πάνω ακολουθούσαν οι άλλες σειρές […] σελ. 8.
Έτσι όπως συνέχιζα τη διήγησή μου για τα πλοία όλων των εποχών, που όργωσαν την Μεσόγειο φορτωμένα υλικά αγαθά, όνειρα κι ελπίδες, είδαμε τον ουρανό να σκοτεινιάζει σιγά -σιγά κι ακούσαμε τις πρώτες σταγόνες της βροχής να χτυπάνε ρυθμικά το κατάστρωμα σαν τύμπανα αφρικάνικα.
Όπως δυνάμωνε ο ήχος της βροχής, αρχίζαμε να κλυδωνιζόμαστε σαν καρυδότσουφλα. Τα κύματα θεριεύανε και πέφτανε ορμητικά πάνω στο πλοίο μας. Το πλήρωμα έτρεχε πανικόβλητο να κατεβάσει τα πανιά, να μην το ξεσχίσει η καταιγίδα που πλησίαζε απρόσκλητη. Δεν πρόλαβαν όμως γιατί ένας κεραυνός έσπασε τα κατάρτια στα δυο και τσάκισε τα πανιά, που ο άνεμος τα κουρέλιαζε με την ορμή του.
Ήταν η στιγμή που μέσα από τα φινιστρίνια αντικρίσαμε τον θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, να αναδύεται από την φουρτουνιασμένη θάλασσα με την τρίαινα του, άγριος και επιθετικός, λουσμένος από το φως της αστραπής που μόλις φώτιζε τον ορίζοντα.
Όπως βυθιζόταν η πρύμνη, η τάξη μας ταρασσόταν. Άρχισε ο ένας αμφορέας να γέρνει πάνω στον άλλο. Μερικά πώματα εκσφενδονίζονταν. Το κόκκινο κρασί χυνόταν σαν το αίμα στο θαλασσινό νερό και το λάδι άφηνε ανεξίτηλες κηλίδες. […] σελ. 14.
Κάποια μέρα του 20ου αιώνα μ.Χ., 2.500 χιλιάδες χρόνια σχεδόν μετά το ναυάγιό μας, είδαμε κάτι περίεργα όντα να κατεβαίνουν στο βυθό μας.
Φορούσαν στολές μαύρες, χρωματιστά βατραχοπέδιλα, κάτι ζώνες με βάρη στη μέση, μαχαίρι δεμένο στη γάμπα, χρωματιστό τζάκετ (τον ρυθμιστή πλευστότητας), που πάνω του ήταν συνδεδεμένα ένα σωρό λαστιχένια καλώδια, άλλα κατέληγαν στον αναπνευστήρα, άλλα σε πυξίδα, άλλα σε ηλεκτρονικό κομπιούτερ, άλλα σε μια μεταλλική μπουκάλα που κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Από το στόμα τους έβγαιναν χιλιάδες φυσαλίδες, που όπως ανέβαιναν προς την επιφάνεια μεγάλωναν.
Τέτοια όντα δεν είχαμε ξαναδεί στην απειρόχρονη ζωή μας. Από την μυρωδιά τους όμως καταλάβαμε πως ήταν άνθρωποι γήινοι και όχι εξωγήινοι. Στις στολές τους πάνω αναγραφόταν «Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων». Ήταν οι αρχαιολόγοι, οι σωτήρες μας.
Όπως τους έβλεπα τους σύγχρονους αυτούς δύτες, θυμόμουν εκείνους που ερχόντουσαν πριν δυο αιώνες με τα σκάφανδρα που συνδέονταν για να παίρνουν αέρα με μια σωλήνα με την επιφάνεια.
Η αυτόνομη αναπνευστική συσκευή των Κουστώ και Γκανιάν υπήρξε μεγάλη καινοτομία στην κατάδυση και χάρισε ευκινησία στον δύτη. […] σελ. 19.
Στη στεριά με παρέλαβαν οι συντηρήτριες. Μ’ άφησαν να μουλιάσω για να αφαλατωθώ. Μετά άρχισαν να χτυπούν με ξύλινα σφυράκια απαλά το πήλινο σώμα μου για να φύγουν τα πρώτα πακτώματα, οι θαλάσσιες επικαλύψεις, που είχαν δημιουργηθεί μετά από τόσους αιώνες παραμονής στο βυθό. Δεν πόναγα αλλά αντίθετα ανακουφιζόμουν, αφού άρχιζε σιγά-σιγά να αποκαλύπτεται η επιδερμίδα μου και να αναπνέει. Απομακρύνονταν τα νεκρά κύτταρα, για να φανεί η λεία μου επιδερμίδα. Ήταν κάτι σαν Peeling. Όταν έβγαλαν τα νυστέρια τρόμαξα. Παρόλα αυτά η επέμβαση ήταν ανώδυνη.
Η επόμενη κίνηση ήταν η αποστολή μου στα εργαστήρια συντήρησης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στους πρόποδες της Ακρόπολης. Τη στιγμή που με έβγαζαν από το φορτηγό πρόλαβα να αντικρίσω τον Ιερό Βρόχο. Δάκρυα έλουσαν πάλι το ανατριχιασμένο από τη συγκίνηση πήλινο κορμί μου.
Μπαίνοντας στο κτίριο της συντήρησης με έστησαν σε μια σιδερένια βάση και με τον καιρό δέχτηκα και το δεύτερο μέρος των εργασιών συντήρησής μου. Οι εργασίες καθαρισμού συνεχίστηκαν και σιγά-σιγά άρχισαν να αποκαλύπτονται εκτός από την λεία μας επιδερμίδα, σφραγίσματα στις λαβές μας ή στους ώμους μας, που δήλωναν τους ιδιοκτήτες, την προέλευση, το περιεχόμενο η ακόμη και την εποχή κυκλοφορία μας. Αυτά γίνονταν πριν το ψήσιμο μας. Εκτός από τα σφραγίσματα αυτά αποκαλύπτονταν σε μεταγενέστερους αμφορείς, ρωμαϊκών κυρίως χρόνων, εγχαράξεις που χαράσσονταν μετά το ψήσιμο ή σπανιότερα γραπτές επιγραφές από μαύρο μελάνι, που η διατήρησή τους ήταν δύσκολη.
Εκτός από εμένα που ήμουν ακέραιος υπήρχαν κι άλλοι συγκάτοικοι που ήταν κομμάτια και θρύψαλα. Αυτούς τους άπλωναν πάνω σε πάγκους και προσπαθούσαν να τους συγκολλήσουν σαν παζλ. […] σελ. 23
Εγώ που ήμουν φιλομαθής και περίεργος έμαθα και πολλά άλλα πράγματα για την υποβρύχια αρχαιολογία.
Δεν είναι μόνο τα πλοία που ναυάγησαν στους αιώνες, αλλά και οικισμοί ολόκληροι που κατακλύσθηκαν από τα νερά της θάλασσας, όταν ανέβηκε σταδιακά η στάθμη της.
Ευρήματα από τέτοιες βυθισμένες πολιτείες μας συντροφεύουν στις αποθήκες και στα εργαστήρια της Εφορείας Εναλίων που τείνει να γίνει η μόνιμή μας κατοικία, αν και ελπίζουμε πάντα σε καλύτερη τύχη, όπως την έκθεσή μας σε κάποιο Μουσείο, για να μπορούν οι περαστικοί να θαυμάζουν τα κάλλη μας.