Δώσαμε στο αεροδρόμιο της πόλης μας, για να τον τιμήσωμε, το όνομά του. Το αποκαλούμε πλέον «Ιωάννης Δασκαλογιάννης». Αναρωτιέμαι όμως πόσοι από τους συντοπίτες γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τούτον τον Σφακιανό αγωνιστή, έξόν αυτό που μας έρχεται αυθόρμητα στον νου όταν ακούμε να αναφέρονται στην ζωή του.
-Α, λέμε όλοι, ο Δασκαλογιάννης. Αυτός που έγδαραν ζωντανό οι Τούρκοι!
Ένας ήρωας, που αγωνίστηκε για την ελευθερία, που θυσίασε για χάρη της και για χάρη της πατρίδας τα πλούτη και την εύπορή του ζωή, που βασανίστηκε σκληρά χωρίς να λυγίσει. Είναι και ένας προπομπός μιας άνοιξης που πολύ την λαχταρήσαμε και που πολύ άργησε να έρθει.
Η παράδοση θέλει το σόϊ του Δασκαλογιάννη να κατάγεται από τα Βυζαντινά αρχοντόπουλα, από τους Σκορδύλιδες. Επειδή όμως η οικογένειά του πλούτισε κάνοντας εμπόριο με την Βλαχία πήρε το επώνυμο Βλάχος. Κι επειδή ο Ιωάννης Βλάχος στα νιάτα του σπούδασε στην ξενητιά κι έμαθε πολλά και μορφώθηκε περίσσια, σαν επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο στην Ανώπολη Σφακίων, τον είπανε Δάσκαλο Γιάννη και μετά Δασκαλογιάννη.
Έχαιρε μεγάλης υπόληψης μεταξύ των συμπατριωτών του και ήταν «κετχουντάς» πρόεδρος δηλ. στην επαρχία του. Δικαστής και μεσολαβητής στην επίλυση διαφορών μεταξύ Χριστιανών και εξισλαμισθέντων Κρητών. Καραβοκύρης με τέσσερα καράβια δικά του, ζούσε άνετα εμπορευόμενος σε όλη την Μεσόγειο. Σε ένα από τα ταξίδια του γνώρισε τον Παναγιώτη Μπενάκη μπέη της Μάνης και ήρθε σε επαφή με την ιδέα ότι οι ομόθρησκοι Ρώσοι θα βοηθήσουν τους Έλληνες να ελευθερωθούν από την δεινή σκλαβιά. Την εποχή αυτή στην Ρωσία βασιλεύει η Αικατερίνη η μεγάλη που ονειρεύεται να ανασυστήσει την Βυζαντινή αυτοκρατορία με την ίδια επί κεφαλής. Για να πετύχει τα σχέδιά της στέλνει τους αξιωματικούς της αδελφούς Ορλώφ στον Μοριά, να ξεσηκώσουν τους ραγιάδες και να κηρύξουν επανάσταση κατά των Τούρκων. Λέγεται πως έναν από τους Ορλώφ είχε συναντήσει και ο Δασκαλογιάννης και είχε πειστεί από τα λεγόμενά του ότι η λευτεριά με την βοήθεια του ομοθρήσκου λαού, πλησιάζει.
Γι αυτό όταν επιστρέφει στην Κρήτη ξεσηκώνει την επαρχία του να πολεμήσουν κατά των Τούρκων. Τα Σφακιά μέχρι τότε απολάμβαναν καθεστώς σχετικής ελευθερίας πληρώνοντας μόνο ένα φόρο κατ αποκοπήν, μιας και «Τούρκος δεν είχε πατήσει στα χώματά τους». Παρ όλο που κάποιοι δύσπιστοι αντιλαμβάνονταν τα πόσα πολλά θα έχαναν αν η Επανάσταση δεν πήγαινε καλά, οι θερμές παραινέσεις του Δασκαλογιάννη, οι πύρινοι λόγοι του, η λαχτάρα της λευτεριάς καθώς και η βεβαιότητά του ότι το ξανθό γένος θα ελευθερώσει και την Κρήτη έκαναν ώστε στις 25 του Μάρτη του 1770 όλη η επαρχία Σφακίων να βρεθεί στο πόδι και να υψώσει την σημαία της Επανάστασης.
Το σχέδιο ήταν να ξεσηκωθούν οι Σφακιανοί και να πολιορκήσουν τα Χανιά από ξηράς. Μετά θα κατέφθαναν οι Ρώσοι που θα τα πολιορκούσαν από την θάλασσα. Και θα προχωρούσαν μετά προς το Ρέθυμνο και προς Ανατολάς. Ο πασάς στο Ηράκλειο σαν έμαθε τα νέα μάζεψε πολυάριθμο στρατό, 15,000 λένε και εξεστράτευσε εναντίον της επαρχίας των Σφακιών-μιας που τελικά μόνο αυτή από όλη την Κρήτη, επαναστάτησε. Στον τούρκικο στρατό είχαν στρατολογηθεί και περί τους 4,000 χριστιανοί οι «σακουλιέρηδες» που τους είχαν για τις αγγαρείες και τις μεταφορές. Τους έβαζαν όμως και στην εμπρός γραμμή της μάχης ώστε να δεχθούν αυτοί πρώτοι τα πυρά από τους αντιπάλους.
Οι μάχες όλη την χρονιά καλά κρατούσαν, ιδιαίτερα σκληρές. Οι Τούρκοι έμπαιναν στα χωριά βίαζαν, σκότωναν, έπαιρναν αιχμαλώτους. Ο Ρώσικος στόλος που με τόση αγωνία τον περίμεναν στα Χανιά τελικά δεν φάνηκε, αφήνοντας τους Έλληνες έρμαιο, στα χέρια των κατακτητών,. Έτσι η επανάσταση των Ορλώφ στον Μοριά αλλά και στην Κρήτη κατεπνίγη με τρομερές απώλειες, τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό.
Ο G.A. Olivier σε βιβλίο του, γράφει: «Τέσσερις μήνες κράτησαν οι σκληρές συγκρούσεις. Όλα τα χωριά τους ( των Σφακιανών) πυρπολήθηκαν, τα κοπάδια και τα άλλα υπάρχοντά τους λεηλατήθηκαν και οι ίδιοι πολιορκούνταν πάνω στα βουνά χωρίς καμιά ελπίδα, χωρίς στέγη, βασανιζόμενοι από μύριες κακουχίες στερημένοι από τα πάντα. ….. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου οι Τούρκοι πήραν πλήθος αιχμαλώτων και τους έσερναν σαν μεταφορικά ζώα φορτωμένους με τα σκεύη και τα πολεμοφόδια και σε ώρες μάχης τους έβαζαν μπροστά σαν προμαχώνες».
Ο Δασκαλογιάννης αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται μια επαρχία μόνο να αντιπαλέψει με όλη την Τούρκικη δύναμη της Κρήτης. Οι νεκροί, οι αιχμάλωτοι και οι ξεσπιτωμένοι, τον βασανίζουν. Ο πόλεμος και το μακελειό μοιάζουν να μην έχουν τέλος. Κανείς δεν μπορεί να νικήσει και όλος ο τόπος έχει ρημάξει. Ο πασάς από το Μεγάλο Κάστρο του μηνά να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι θα αφήσει την επαρχία του ήσυχη κι αυτόν ζωντανό.
Είναι η ευθύνη, καθώς και η σκέψη του για να γλυτώσει τον τόπο από μεγαλύτερο κακό που κάνουν τον Δασκαλογιάννη να παραδοθεί την άνοιξη του 1771, αν και ψυχανεμίζεται πως το τέλος του, παρ όλες τις υποσχέσεις, δεν θα είναι καλό. Ο πασάς του ζητά να υπογράψει ο ίδιος και όλοι οι πρόκριτοι ότι επικυρίαρχος των Σφακιών είναι μόνο ο Σουλτάνος. Οι καπεταναίοι υπογράφουν και μετά θεωρούν χρήσιμο να πάνε οι ίδιοι την συνθήκη στον πασά. Αυτός τους συλλαμβάνει αμέσως – εβδομήντα πέντε άνδρες και έξι παπάδες – και τους ρίχνει στην φυλακή, ενώ κρατά τον Δασκαλογιάννη μαζί με την κόρη του, στο σαράϊ. Περιμένει πως θα τον καταφέρει να πείσει τα αδέλφια και την υπόλοιπη οικογένειά του να επιστρέψουν από τα Κύθηρα όπου έχουν βρει καταφύγιο για να τους συλλάβει κι αυτούς. Όταν το παίρνει πια απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει, τότε δίνει την τελειωτική διαταγή.
Είναι Παρασκευή 17 του Ιούνη του 1771 όταν πηγαίνουν σιδηροδέσμιο τον Δάσκαλο τον Γιάννη στην πλατεία Ατ Μεϊντάν του Μεγάλου Κάστρου. Φτιάχνουν ένα ψηλό κάθισμα και τον δένουν πάνω. Ο δήμιος του δίνει ένα καθρέφτη για να βλέπει, λέει, πόσο ωραία θα τονε ξυρίσει. Και μετά παίρνει τις τσακμακόπετρες και αρχίζει να τον γδέρνει από το κεφάλι προς τα κάτω.
-Να, λέει στον όχλο πετώντας τους τα ματωμένα κομμάτια. Πάρτε δωρεάν δέρμα για τα στιβάνια σας.
Οι έγκυες που παρακολουθούσαν το θέαμα, λέει η παράδοση, απέβαλαν. Και ο αδελφός του που τον αναγκάζουν να τον κοιτάζει, τρελαίνεται:
-Πως σου πανε αδελφέ τα κόκκινα, φωνάζει.
Ο Δασκαλογιάννης υπομένει τα βασανιστήρια χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά έλεος, ώσπου να έρθει ο θάνατος.
Ο απολογισμός της επανάστασης του Δασκαλογιάννη ήταν τραγικός, Τα Σφακιά καταστράφηκαν, χάθηκαν χιλιάδες ζωές κι οι λεηλασίες έφεραν απερίγραπτη φτώχεια στην επαρχία. Λέγεται ότι από τους 11,000 κατοίκους σκοτώθηκαν περισσότεροι από 3,500. Σαν μέτρο σύγκρισης αναφέρω ότι ο Δασκαλογιάννης το 1770 μάζεψε περίπου 2000 τουφέκια ενώ όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη οι Σφακιανοί με το ζόρι κατάφεραν να μαζέψουν 900.
Ο ιστορικός Ι. Μουρέλος στην Ιστορία της Κρήτης γράφει:
«Εμείς οι άλλοι οφείλομεν ευγνωμοσύνη στο λαό των Σφακίων που τόσες φορές εθυσιάστηκε για τους άλλους.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως, οι ως τα 1770 ευτυχισμένοι και σχεδόν ελεύθεροι Σφακιανοί, εθυσίασαν την ευτυχία τους για την ελευθερία των άλλων Κρητικών».
Κι εγώ όσο μαθαίνω γι αυτήν την επανάσταση και τον υποκινητή της μπαίνω σε σκέψεις. Σωστά έπραξε ο Δασκαλογιάννης; Μήπως έσφαλε με τις ενέργειές του; Συλλογίζομαι όμως πως το δέντρο της λευτεριάς θέλει να ποτιστεί με πολύ αίμα για να καρπίσει.
Και θυμούμαι το ριζίτικο:
Τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κιαν αστοχήσει
μα αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος θα ΄ναι,…
Και ο Δασκαλογιάννης, ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία, αγνός, πατριώτης και αντρειωμένος.