Ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στο Δυτικό με το Ανατολικό μπλοκ, (1947-1991), εκτόξευσε υπέρμετρα την Τουρκική “γεωπολιτική μετοχή” στο “γεωστρατηγικό χρηματιστήριο” της Δύσης.
H απειλή από την υπερδύναμη του Βορρά, οδήγησε τον “επιτήδειο ουδέτερο” του Β΄ Π.Π., στην ομπρέλα ασφαλείας της Δυτικής υπερδύναμης.
Ο πολυάριθμος Τουρκικός στρατός, η γεωγραφική θέση της χώρας και τα κοινά σύνορα με την πρώην Σοβ. Ένωση, έκαναν γρήγορα την Τουρκία στρατηγικό, προνομιακό, εταίρο της Δύσης δίνοντάς της κυρίαρχη θέση στη νότιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η χώρα μας δεν είχε ποτέ μέχρι σήμερα τέτοιο προνόμιο.
Φυσικά χρειάστηκε να αδρανοποιήσει το “απωθημένο” που εμφώλευε από τον A΄ ΠΠ στο συλλογικό της υποσυνείδητο, ότι Δυτικές Δυνάμεις (και όχι νομοτελειακή παρακμή), διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και της στέρησαν τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ.
Το “απωθημένο” αδρανοποιήθηκε μεν, όμως δεν εξαλείφθηκε αν και το κοσμικό κράτος εκείνης της περιόδου το επιδίωξε. Παρά το συγχρωτισμό με τη Δύση, τελικά Τουρκία, πολύ λίγα αφομοίωσε από τη δυτική κουλτούρα και η ταυτότητά της ως μουσουλμανική χώρα ελάχιστα επηρεάστηκε.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου, δηλ. με το τέλος της απειλής, η Τουρκία, άδραξε την ευκαιρία να αναθεωρήσει και να επαναπροσδιορίσει το γεωπολιτικό – γεωστρατηγικό της οικοδόμημα.
Χωρίς να αισθάνεται πλέον την ανάγκη στρατιωτικής στήριξης και προστασίας από τις ΗΠΑ και τη Δύση, άρχισε να χτίζει φιλοδοξίες ανεξάρτητης πορείας, και επιστροφής στο αυτοκρατορικό οθωμανικό παρελθόν.
Μετά από μια 10ετία περίπου αναζητήσεων και επεξεργασίας η νέα στρατηγική αντίληψη συμπυκνώθηκε στο βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου: ‘’Το στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας’’, που εκδόθηκε το 2001.
Το βιβλίο, στο μείζον μέρος του, θεμελιώνει τη βασική διακήρυξη, το ‘’μανιφέστο’’, της πολιτικής αναθεώρησης των διεθνών συνθηκών και του νεοθωμανισμού.
Οι πρώτες βολές της νέας τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής έγιναν αισθητές στη χώρα μας στη 10ετία του ’90, κυρίως με την προβολή εκ μέρους της Τουρκίας του Μουσουλμανικού Τόξου στα Βαλκάνια και με την έκδοση, από τις Ακαδημίες Πολέμου, τον Μάιο του 1996, (λίγο μετά τα Ίμια), του εγχειριδίου των ‘’γκρίζων ζωνών’’ στο Αιγαίο. Την ίδια περίοδο άρχισαν, σχετικά αφανείς, αμερικανο-τουρκικές αντιπαραθέσεις κυρίως για το Κουρδικό ζήτημα.
Σχεδόν άμεσα ήρθε το πρώτο crash-test ΗΠΑ – Ερντογάν. (Υπενθύμιση: η εκλογή του Ερντογάν ως πρωθυπουργού το 2002 ‘’ευλογήθηκε’’ και στηρίχτηκε από τις ΗΠΑ). Η Τουρκία, το 2003, αρνήθηκε θορυβωδώς, να βοηθήσει τις Δυτικές Δυνάμεις στις προετοιμασίες για τον δεύτερο πόλεμο του κόλπου.
Πού βαδίζουν οι σχέσεις Δύσης – Τουρκίας σήμερα;
Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η Τουρκία είναι για τη Δύση μια μεγάλη ισλαμική χώρα, με επεκτατικές τάσεις, με μεγαλομανή φαντασίωση να εξελιχθεί οικονομικά και στρατιωτικά σε περιφερειακή υπερδύναμη, με ηγεμονικές βλέψεις κυριαρχίας στο σουνιτικό Ισλάμ, η οποία στην επιδίωξη των στόχων της δεν διστάζει να συνάπτει υψηλού επιπέδου συνεργασίες με τους αντιπάλους της Δύσης, Ρωσία και Ιράν.
Οι χειρισμοί των Δυτικών, υποδηλώνουν -προσώρας- ότι δεν προτίθενται να δεχτούν την Τουρκίας στο τραπέζι συζητήσεων για τα ενεργειακά κοιτάσματα, τα οποία απαιτεί επιθετικά, αγνοώντας το διεθνές δίκαιο.
Οι ΗΠΑ διατηρούν, επί του παρόντος, τους στρατηγικούς στόχους τους στη Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή και απλώς αρκούνται σε περιορισμένες υποχωρήσεις, προς τον Ερντογάν (π.χ. κοινές περιπολίες στη Manbij-Ιεράπολη, επικήρυξη κάποιων ηγετών του ΡΚΚ κ.α.). Προφανής επιδίωξη, να αποφευχθεί η πλήρης ρήξη, που πολύ πιθανόν να έσπρωχνε την Τουρκία σε ενδεχόμενες αντιδυτικές γεωστρατηγικές συμπράξεις στην περιοχή ή και ανατολικότερα.
Ανάλογα και παρά τις μεγάλες εμπορικές σχέσεις αλλά και τις τουρκικές απειλές με τους πρόσφυγες, η ΕΕ έχει βάλει στο συρτάρι την ενταξιακή διαδικασία, χωρίς σύντομη προοπτική να την ανασύρει. Βέβαια, μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία, έχοντας την Τουρκία ‘’διακεκριμένο πελάτη’’, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις τους, την αντιμετωπίζουν πιο ανεκτικά (ακόμη και στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), (..είναι, η οικονομία ηλίθ..∄!)
Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι ακόμη κι αν ο Ερντογάν, μπροστά σε αποτυχία ή αδιέξοδο ‘’κάνει πίσω’’, η νέα σχέση με τη Δύση, ναι μεν δεν θα αγνοεί ότι η Τουρκία είναι μια σχετικά μεγάλη αγορά, πλην όμως ο προηγούμενος στρατηγικός χαρακτήρας της σχέσης, έχει τελειώσει.
Η Δύση (σύμφωνα με έγκυρα δυτικά think tanks) αρχίζει να εμπεδώνει ότι η Τουρκία είχε ήδη δρομολογήσει πορεία αποδέσμευσης από τη Δύση, πριν ακόμη από τον Ερντογάν. Απλά, στο πρόσωπο του μεγαλομανούς Ερντογάν βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της η νέα πολιτική.
Το στίγμα της Ελλάδας ανάμεσα στο Bras de Fer Δυτικών με Ερντογάν;
Οι Τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο είναι στρατηγικές, ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι σ’ αυτό ενεργειακά κοιτάσματα.
Οι απειλές στη θαλάσσια περιοχή του Καστελόριζου αλλά και κατά της ΑΟΖ της Κύπρου, στοχεύουν σαφώς στο να σφετεριστεί θαλάσσιες περιοχές, αγνοώντας τις διεθνείς συνθήκες. Είναι όμως παράλληλα και εκβιασμοί προς τη Δύση, προκειμένου να ανεχτεί το σφετερισμό ή να της εκχωρήσει μερίδιο, απειλώντας, αν δεν ενδώσει, να παρεμβάλει εμπόδια στις δυτικές εταιρείες στην άντληση του φυσικού αερίου.
Από την άλλη πλευρά η χώρα μας παρέχει σοβαρές διευκολύνσεις στις δυνάμεις των ΗΠΑ που επιχειρούν στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι τελευταίες ενθαρρύνουν τριγωνικές στρατιωτικές σχέσεις συνεργασίας, με την Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ.
Μη ομολογημένος αλλά εμφανής στόχος των ΗΠΑ, να διαμορφώσουν από το Αιγαίο μέχρι το Ισραήλ ένα συνεκτικό στρατιωτικό δακτύλιο που θα συμμετέχουν η Ελλάδα και οι 3 παραπάνω χώρες, στο πλευρό της δυτικών δυνάμεων στην περιοχή, με αποστολή να εξασφαλίσουν -μεταξύ άλλων στόχων- και την ανενόχλητη άντληση και μεταφορά του φυσικού αερίου στη Δύση.
Πόση υποστήριξη άραγε εξασφαλίζει η χώρα μας και η Κύπρος απέναντι στις απειλές, τις οποίες αναμφισβήτητα εντείνει, η ίδια η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Τουρκίας; (Ο Ερντογάν χαρακτηρίζει Ελλάδα και Κύπρο ως όργανα των Αμερικανών).
Έχουμε άραγε εξασφαλίσει από τις ΗΠΑ άλλη υποστήριξη πέρα από τους επαίνους, εύσημα, μερικές λεκτικές εγγυήσεις και κάποιες συμβολικές περιοδικές παρουσίες σύγχρονων αμερικανικών οπλικών συστημάτων στη χώρα μας;
Έχουμε εξασφαλίσει από την ΕΕ, (ως χώρες, σύνορα της) άλλη υποστήριξη πέρα από δηλώσεις συμπαράστασης και αυστηρές συστάσεις προς την Τουρκία, του κ. Don. Tusk και της κ. Feder. Mongerini;
Το κάτι παραπάνω αναγκαίο, είναι κατά τη γνώμη μου: οικονομικές επενδύσεις στη χώρα μας και ενίσχυση των ΕΔ με εκείνο το σύγχρονο συμπληρωματικό στρατιωτικό υλικό που είναι αναγκαίο για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας στην τουρκική επιθετικότητα, το οποίο όμως η Ελλάδα δεν έχει σήμερα την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτεί.
Εάν ευνοήσουν επενδύσεις και παραχωρήσουν στη χώρα μας κατάλληλα οπλικά συστήματα που θα ενισχύουν τις υπάρχουσες δυνατότητες αποτροπής, η Ελλάδα από τη μια πλευρά θα μπορεί να προστατεύσει το Αιγαίο και να αξιοποιήσει ανεμπόδιστα τα κοιτάσματα της δικής της ΑΟΖ, ενώ από την άλλη θα έχει τη δυνατότητα να συμβάλει ουσιαστικά στην προσπάθεια των δυτικών χωρών να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΟΖ Κύπρου.
Δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τις προσπάθειες των επιμέρους προσώπων της κυβέρνησης που συζητούν και διαπραγματεύονται τα θέματα ασφάλειας της χώρας με τις ΗΠΑ και τη ΕΕ την κρίσιμη τρέχουσα περίοδο.
Όμως, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει κάτι από την υπάρχουσα, τώρα και πολλές 10ετίες, αποσπασματικότητα και ρηχότητα στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής, δεδομένου ότι δεν έχουν αναιρεθεί οι αιτίες που γέννησαν αυτές τις αδυναμίες.
Εθνάρχες Βενιζέλοι για κρίσιμες περιόδους της ιστορίας, γεννιούνται αρκετά σπάνια και προς το παρόν δεν φαίνεται κάτι ανάλογο στον ορίζοντα.
Ας συγκροτηθεί τουλάχιστον, το συντομότερο δυνατό, ένα Μόνιμο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, από επιστήμονες με κατάλληλη τεχνογνωσία και από έμπειρους αναλυτές, το οποίο θα παρακολουθεί και θα αναλύει τις διεθνείς εξελίξεις, θα επεξεργάζεται εναλλακτικά σχέδια για την ασφάλεια της χώρας, ικανό να υποστηρίζει με αξιόπιστες προτάσεις την εκάστοτε κυβέρνηση.