Υπαρκτός ο κίνδυνος η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μακροχρόνια στασιμότητα, προειδοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) στην τελευταία τριμηνιαία (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) έκθεσή του, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί υπό όρους να αποτραπεί και τελικά η οικονομία να επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2017 και να διατηρήσει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Εκ των ων ούκ άνευ για την επίτευξη του στόχου αυτού η εξάλειψη της αβεβαιότητας, τονίζει. Μάλιστα οι αναλυτές εξηγούν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η διατήρηση του κλίματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας στο ότι η Ελλάδα μετά από έξι χρόνια μνημονίων δεν κατάφερε ακόμη να ξεπεράσει την κρίση. Κι αυτό «μολονότι τα χρόνια που πέρασαν μειώθηκαν τα τεράστια δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και πραγματοποιήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις» παρά τις πολιτικές αναταράξεις.
Η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους
Αν και η έκθεση τονίζει τη σημασία της υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τους δανειστές, αναγνωρίζει ότι αναμφίβολα τα δημοσιονομικά μέτρα 2015-2016 που προβλέπονται στο Μνημόνιο ασκούν υφεσιακή πίεση στην ελληνική οικονομία.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις φόρων, επισημαίνεται ότι η συνεχής αύξηση φόρων ιδίως μέσα σε περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας, και ενώ διαπιστώνεται από την πορεία των εσόδων η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των συνεπών πολιτικών, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Αντίθετα, λένε οι αναλυτές, η τακτική αυτή, ενισχύει την ύφεση, ακυρώνει πολλά επενδυτικά σχέδια, ενώ πιθανώς να αυξήσει και τη φοροδιαφυγή. Σημειώνεται ότι στην έκθεση φιλοξενείται ειδικό κεφάλαιο για τον ΦΠΑ και τη φορολογία.
Μάλιστα, η επιβολή νέων φορολογικών επιβαρύνσεων και οριζόντιων μέτρων (πχ αύξηση ΦΠΑ), επιλογές που επιτείνουν την ύφεση, είναι -δυστυχώς- η ομοιότητα του τρίτου μνημονίου με τα προηγούμενα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση.
«Σε γενικές γραμμές, τα φορολογικά μέτρα έχουν αποφασισθεί χωρίς να εκτιμάται το γεγονός αν μπορούν να εφαρμοστούν, πού μπορούν να εφαρμοστούν, τί επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν και, βεβαίως, τί επιπτώσεις θα έχουν εάν δεν εφαρμοστούν από όλους. Έτσι, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που πληρώνει τους φόρους και τις εισφορές του καθίσταται αυτομάτως λιγότερο ανταγωνιστικός σε σχέση με κάποιον άλλον του ίδιου κλάδου που φοροδιαφεύγει. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή» σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Αντίθετα, στις διαφορές του τρίτου μνημονίου από τα προηγούμενα η έκθεση αναφέρει ότι: πρώτον, το νέο μνημόνιο είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (περίπου 233) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Ιούνιο του 2016. Στο πλαίσιο αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού, εκτιμά ότι το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο και φιλόδοξο.
«Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει ‘αγώνα δρόμου’ για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο. Οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο. Το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης».
Δεύτερη διαφορά το νέου, τρίτου, μνημονίου είναι ότι βασίζεται σε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018). Τα μεγέθη αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα από τα μεγέθη που είχαν τεθεί στο παρελθόν και που υπάρχουν ακόμη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2015-18 (2,5% για φέτος, 3,5% για το 2016, 4,6% για το 2017 και 5,3% για το 2018). Σε απόλυτα μεγέθη, για το 2017 και για το 2018 αναμένονταν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους €9,4 δισ. και €11,5 δισ. αντιστοίχως.
Ήδη από τον Απρίλιο του 2014, το ΓΠΚΒ επισήμανε ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υποδείκνυε, επίσης, την ανάγκη αναθεώρησης προς τα κάτω των φιλόδοξων αυτών στόχων. Πηγή: in.gr