Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025

Ήπιες Μορφές Ενέργειας

Ο άνθρωπος, ο homo sapiens, από τις απαρχές του πολιτισμού του έπρεπε “να επινοήσει” τρόπους άντλησης της ενέργειας που χρειαζόταν, για τη γη του, τα προϊόντα του, την τροφή του, την κατοικία του, τα σκεύη του, τα όπλα του, τις μεταφορές και τα ταξίδια του.
Για την απαιτούμενη μηχανική ή θερμική ενέργεια κατέφευγε στη μυϊκή του δύναμη, στη μυϊκή δύναμη των οικόσιτων ζώων, στην κίνηση του αέρα, αλλά και στη χρήση της φωτιάς, καίγοντας ξύλα ή άλλες οργανικές ουσίες. Από τις χρήσεις αυτές, η ανακάλυψη της φωτιάς υπήρξε σημαντικό ανθρώπινο εξελικτικό βήμα, ιδιαίτερα, για το μαγείρεμα της τροφής του, την παράταση του φωτός της ημέρας και την κατασκευή καμινιών για κεραμικά ή μεταλλουργία.
Με την εξέλιξή του, ο άνθρωπος, βελτίωσε πολλές από τις τεχνικές αποδοτικότερης εκμετάλλευσης των αρχέγονων αυτών ενεργειακών πηγών. Δεν μπόρεσε όμως να μεταβάλλει ευνοϊκά το ενεργειακό καθεστώς που βασιζόταν στην εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών, πρακτικά, ανεξάντλητων, όπως η ηλιακή ακτινοβολία και η κίνηση του αέρα και του νερού. Η κατάσταση άλλαξε, ριζικά, στον 18ο αιώνα, με την ανακάλυψη της ατμομηχανής, με την οποίαν, ο άνθρωπος, κατόρθωσε να μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε μηχανική. Η ανακάλυψη αυτή προκάλεσε τομή στην ανθρώπινη – ενεργειακή ιστορία που είναι απολύτως συνυφασμένη με τη βιομηχανική επανάσταση.
Γιατί, έτσι, ο άνθρωπος, μπορούσε πια να κινήσει περισσότερες, ισχυρότερες και πολυπλοκότερες μηχανές για την παραγωγή και μεταφορά των αγαθών του. Με την εισβολή, όμως, της μηχανής στην παραγωγική διαδικασία και στην καθημερινή ζωή, οι “ενεργειακές του ανάγκες” αυξήθηκαν απότομα. Για να καλύψει τις ανάγκες αυτές, μεταβαίνοντας από τη “φυσιοκρατική εποχή” που διήρκεσε πολλούς αιώνες, στην “τεχνολογική εποχή”, προσέφυγε, σχεδόν αποκλειστικά στα ορυκτά καύσιμα του γαιάνθρακα, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Με την ανακάλυψη, μάλιστα, των χρησιμοποιήσιμων μορφών ηλεκτρισμού και την επινόηση της μηχανής εσωτερικής καύσης, συντελέστηκε μια ευρύτερη εκμετάλλευση των ενεργειακών αυτών πηγών, που συνέβαλε στην, ακόμη, μεγαλύτερη, κατανάλωση των “διαθέσιμων” ενεργειακών πόρων.
Έτσι με τη στροφή προς τα ορυκτά καύσιμα η ανθρωπότητα εξασφάλισε την εκμετάλλευση των όσων ο ήλιος, η φωτοσύνθεση και οι διαδικασίες αποσύνθεσης της έμβιας ύλης είχαν αποθηκεύσει στα έγκατα της γης, στη διάρκεια χιλιετηρίδων.
Η μετάβαση αυτή από την “τρέχουσα ενέργεια” στους “αποθηκευμένους ενεργειακούς πόρους” αποτελεί ένα επαναστατικό γεγονός στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο άνθρωπος είχε πια τη δυνατότητα να αντλεί ενέργεια, σε ποσότητες, που ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί προηγουμένως, πιστεύοντας, έτσι, πως ήταν ελεύθερος να τρέφει προσδοκίες για απεριόριστη ανάπτυξη (1,2,5).
Η προσφορά ενέργειας δεν άργησε να οδηγήσει σε μια ραγδαία αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης. Όλος ο σύγχρονος αστικο-βιομηχανικός πολιτισμός βασίστηκε στην εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων, και κυρίως του πετρελαίου, η οποία  μεταμόρφωσε ριζικά την παραγωγική ικανότητα του ανθρώπου και οδήγησε σε μια εκπληκτική άνοδο του βιοτικού του επιπέδου. Η αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου υπήρξε, πραγματικά, θεαματική, γιατί η εξάρτησή μας από το ορυκτό αυτό, που αποκλήθηκε “μαύρος χρυσός”, είναι σήμερα τεράστια, αφού το πετρέλαιο και τα άλλα καύσιμα παράγωγα του, εξασφαλίζουν την κίνηση αυτοκινήτων, πλοίων, αεροπλάνων κ.ά. Επίσης στο πετρέλαιο βασίζεται μεγάλο μέρος της ηλεκτροπαραγωγής και της θέρμανσης χώρων. Εξάλλου το πετρέλαιο καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών σε μηχανική ή θερμική ενέργεια στη γεωργία και στη βιομηχανία, που αποτελεί πρώτη ύλη για την παραγωγή αναρίθμητων πετροχημικών προϊόντων, όπως πλαστικών, συνθετικού καουτσούκ, τεχνητών υφάνσιμων υλών, εντομοκτόνων, λιπασμάτων κ.ά.
Η στροφή ωστόσο προς τα ορυκτά καύσιμα είχε και δυσάρεστες πλευρές. Γιατί τα αποθέματά τους, που στην αρχή έμοιαζαν τεράστια, με τους υπερβολικούς ρυθμούς κατανάλωσης της σημερινής ανάπτυξης, δεν φαίνεται να επαρκούν για το κοντινό μέλλον. Από την άλλη πλευρά το πετρέλαιο, έχει πάψει πια να αποτελεί αντικείμενο ασύδοτης εκμετάλλευσης από ορισμένες μεγάλες εταιρείες του δυτικού κόσμου. Οι εταιρείες αυτές για πολλές δεκαετίες, κατόρθωσαν να πραγματοποιούν μυθικά κέρδη από την άντλησή του και τη διάθεσή του στις αναπτυγμένες χώρες, σε βάρος φυσικά των χωρών στις οποίες υπήρχαν τα σημαντικότερα αποθέματα του.
Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1971 (μετά τη συμφωνία της Τεχεράνης που μετέβαλε ριζικά τις σχέσεις πετρελαιοπαραγωγών χωρών και εταιρειών πετρελαίου) και του 1973 (μετά τον αποκλεισμό που προκάλεσε ο τελευταίος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος και τον απότομο τετραπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου) έδειξαν στη Δύση, πολύ καθαρά, ότι μελλοντικά δεν μπορούσε να υπολογίζει σε μια εύκολη κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών (ο.π.).
Μια άλλη δυσμενής συνέπεια της στροφής προς τα ορυκτά καύσιμα είναι τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιούργησαν. Η καύση τους, μαζί με την επιθυμητή ενέργεια, αποδεσμεύει ουσίες, που η συγκέντρωσή τους μέσα στην ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους ζωντανούς οργανισμούς και τον άνθρωπο. Το καλούμενο νέφος, το οποίο καλύπτει κάθε τόσο την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, δεν είναι παρά η πιο φανερή εκδήλωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλεί η καύση πετρελαίου και βενζίνης στις βιομηχανικές μονάδες, στις εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης και στα διάφορα μηχανοκίνητα τροχοφόρα. Η μελλοντική εξάντληση αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων και οι πιθανότητες μεγαλύτερης αύξησης της τιμής τους, δημιουργούν μια δυσμενή προοπτική για τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Γιατί η οικονομία και ο τρόπος ζωής των κατοίκων στις αναπτυγμένες χώρες, βασίζονται, ήδη, σε υψηλές ενεργειακές καταναλώσεις.
Από την άλλη πλευρά οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται πολύ περισσότερη ενέργεια από αυτήν που καταναλώνουν σήμερα για να εξασφαλίσουν την οικονομική τους ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, υφίστανται σήμερα τρεις βασικές κατευθύνσεις (1,2,3):
α. Η αναζήτηση ανεκμετάλλευτων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων.
β. Η προσφυγή στην πυρηνική ενέργεια, που, εδώ και δεκαετίες, είναι εκμεταλλεύσιμη και για ειρηνικούς σκοπούς.
γ.  Η χρησιμοποίηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας που μπορούν να αντληθούν από ανανεώσιμες πηγές.
Η πρώτη κατεύθυνση, όπως είναι φανερό, δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, παρά μόνο προσωρινά. Προσκρούει εξάλλου στο συνεχώς αυξανόμενο κόστος εξόρυξης καυσίμων από περιορισμένα αποθέματα.
Η δεύτερη κατεύθυνση, με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα προσκρούει και αυτή στο γεγονός ότι τα αποθέματα ουρανίου είναι επίσης πολύ περιορισμένα και συγκεντρωμένα σε ορισμένες μόνο χώρες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ολιγοπώλιο, ανάλογο με αυτό του πετρελαίου. Επιπλέον, η χρήση της πυρηνικής ενέργειας δεν είναι βέβαιο ότι είναι ακίνδυνη, γιατί οι διαφυγές ραδιενέργειας από θερμοπυρηνικά εργοστάσια είναι συχνές. Σοβαρότερη, εντούτοις, απειλή για τη ζωή στον πλανήτη μας αποτελούν τα ραδιενεργά κατάλοιπα και ιδιαίτερα το πλουτώνιο που παράγεται κατά την ανανέωση του σχάσιμου υλικού σε αντιδραστήρες ισχύος. Ήδη, σε πολλές χώρες λειτουργούν μονάδες ηλεκτρο-παραγωγής με πυρηνική ενέργεια, παρόλο που ο πολλαπλασιασμός τους δεν είναι επιθυμητός σε όλες τις χώρες. Λιγότερα προβλήματα θα παρουσίαζε ίσως η πυρηνική σύντηξη, αλλά ο έλεγχος της δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, ώστε να αντιμετωπίζεται ως πιθανή λύση για το άμεσο μέλλον (3,4).
Οι δυσκολίες που συναντούν οι δύο αυτές κατευθύνσεις οδήγησαν προς την τρίτη κατεύθυνση αξιοποίησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας, όπως είναι η ηλιακή ακτινοβολία, ο άνεμος, η φυσική κίνηση του νερού, ο κυματισμός της θάλασσας, η παλίρροια, η γεωθερμία και η χημική ενέργεια της βιομάζας. Από αυτές το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν η ηλιακή ακτινοβολία και ο άνεμος, πηγές κατεξοχήν φυσικές, ανεξάντλητες και μη ρυπογόνες. Αλλά και η βιομάζα, που μπορεί να ανανεώνεται, μέσα από τις συνήθεις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ή και τις ειδικές καλλιέργειες πράσινης ενέργειας (1,6,8).
Και οι τρεις αυτοί ενεργειακοί πόροι (ήλιος, άνεμος, βιομάζα), εκτός από την αφθονία τους, παρουσιάζουν δύο ακόμη σημαντικά πλεονεκτήματα. Η εκμετάλλευσή τους δεν δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους στο περιβάλλον. Και ακόμη, μπορεί να γίνεται αποκεντρωμένα, με σχετικά απλές και μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό και οι ήπιες αυτές μορφές ενεργείας απέκτησαν ένθερμους υποστηρικτές, ιδιαίτερα ανάμεσα στους οπαδούς του οικολογικοί κινήματος και τους οραματιστές μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας, ενώ σοβαροί ερευνητικοί οργανισμοί μελετούν τις δυνατότητες αξιοποίησής τους (7).
Ωστόσο, είναι βέβαιο, ότι η συστηματική εκμετάλλευση αυτών των, γνωστών από τα πανάρχαια χρόνια, πηγών ενέργειας, με νέες τεχνολογίες, θα μπορούσε να βοηθήσει στο ξεπέρασμα της ενεργειακής κρίσης. Γιατί οι ήπιες μορφές ενέργειας είναι και -οικολογικά και κοινωνικά- σκοπιμότερες, σε σχέση με την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια. Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι, σε ποιο βαθμό η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να υποκαταστήσει τα συμβατικά καύσιμα για να καλύψει τις, πλανητικά, διαρκώς αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες.
Πέρα όμως από τα ερωτήματα αυτά, χρειάζεται να επισημανθεί ότι οι ήπιες ή εναλλακτικές και μη ρυπογόνες μορφές ενέργειας προέρχονται από τις άφθονες και ανεξάντλητες ενεργειακές πηγές του φυσικού μας περιβάλλοντος. Είναι οι πρώτες μορφές ενέργειας που ο άνθρωπος χρησιμοποίησε, μέχρι τον 19ο αιώνα, πριν στραφεί στην υπερχρήση του άνθρακα και των υδρογονανθράκων. Σήμερα όμως, προσπαθεί να απεξαρτηθεί από τις εξαντλήσιμες και ρυπογόνες ενεργειακές πηγές του άνθρακα και του εισαγόμενου πετρελαίου, με την αξιοποίηση και χρήση των ήπιων μορφών ενέργειας που κυρίως αφορούν την ηλιακή, αιολική, υδραυλική και γεωθερμική ενέργεια.

* Καθηγητής Φυσικών και
Περιβαλλοντικών Επιστημών

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Αθανασάκης Α., Ήπιες Μορφές Ενέργειας, 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, Λουτράκι 2004.
2. Κονταράτος Σ., Ενεργειακή Κρίση, Εναλλακτική Τεχνολογία και Κοινωνική Αλλαγή, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, 14, 1980.
3. Κουτσούμπας Χ., Ήπιες Μορφές Ενέργειας, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2006.
4. Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, Οδηγός Χρήσης και αξιοποίησης των ήπιων μορφών ενέργειας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, Αθήνα, Ιούνιος 2005.
5. Sertorio L., Storia de l’ abbondanza, BOLLATI BORINGHIERI, 2002.
6. The Earth Workgroup, 50 απλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να σώσεις τη Γη, ΠΟΝΤΙΚΙ, Αθήνα 1991.
7. Szczelkun S., Survival Scrabook: Energy, Schocken books, New York 1974.
8. Φλογαΐτη Ε., Βασάλα Π., Το ενεργειακό ζήτημα, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 1999.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα