«Το να σκέφτεσαι σημαίνει να λες “όχι”…»
Émile Chartier (Alain),
1868 – 1951, Γάλλος φιλόσοφος
«Ανάποδος άνθρωπος», λέει κι εξαφανίζεται πίσω απ’ την κουρτίνα. Δεν κρύβεται. Πετάει μια πρώτη ατάκα κι αποχωρεί για λίγο ώστε να επιστρέψει δριμύτερη. Γνωρίζει καλά ότι με έχει εγκλωβίσει στο μπαλκόνι. Και το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να αφεθώ στη βροχή που πλησιάζει και τον μονόλογό της που θα ακολουθήσει.
Η ησυχία πριν την καταιγίδα. Κατακερματίζω την ηρεμία μου σε 100 δόσεις και τακτοποιώ το χρέος μου προς το άγχος των ημερών. Όσοι τα τελευταία χρόνια δηλώνουν ότι δεν έχουν άγχος, εύκολα χαρακτηρίζονται ως βολεμένοι ή ανόητοι. Δεν ανήκω σε καμία περίπτωση στην πρώτη κατηγορία. Και όσο κι αν θέλω να το αποφύγω, η πεθερά με εντάσσει αβίαστα στην δεύτερη. Χωρίς ελαφρυντικά ενός πρότερου έντιμου βίου. Σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι αγχώθηκαν πριν το Καστελόριζο. Εγώ προηγήθηκα μάλλον της εποχής μου και περίμενα τις εξελίξεις στη γωνία. Με τον ίδιο τρόπο που περιμένω τώρα την βροχή.
«Τόσους μήνες χαρά Θεού, δεν βγήκε στο μπαλκόνι. Τώρα που χάλασε ο καιρός ξεμύτισε σαν το σαλιγκάρι», ακούγεται να ενημερώνει την υπόλοιπη οικογένεια. «Τα σαλιγκάρια βγαίνουν μετά την βροχή» παρατηρώ, επανατοποθετώντας το κορμί ώστε να αποφύγω όσο το δυνατόν περισσότερο το νοτισμένο άγγιγμα της καρέκλας. «Μέχρι κι αυτά έχουν καλύτερες επιλογές», σημειώνει βαδίζοντας στο καθιστικό. Με τα μάτια στον ορίζοντα, όσον ορίζοντα επιτρέπει η απογευματινή βροχή, υποπτεύομαι το ύφος της. Το ύφος του ανθρώπου που κουράζεται να υπενθυμίζει την αυτονόητη ικανότητά του να κερδίζει στα σημεία.
Κι ύστερα πάλι σιωπή. Επινίκια. «Ας κερδίσω έστω είκοσι λεπτά ησυχίας» σκέφτομαι. Σαν τα είκοσι λεπτά του ευρώ που θα κερδίσω κι από την νέα τιμή του πετρελαίου. Όσο η θερμοκρασία συνεχίζει να φλερτάρει με τους 20 βαθμούς, η συζήτηση για την «σημαντική» αυτή κοινωνική βοήθεια δεν πρόκειται να αρχίσει. Προηγούνται οι λεπτομέρειες για τα συμπτώματα του Έμπολα και οι εξονυχιστικές περιγραφές ενός ένοχου ισλάμ, που τρομοκρατεί με την ανάσα του και μόνο τον αθώο χριστιανισμό. Μπορεί η ασθένεια να κράτησε λίγο, αλλά η τρομοκρατία χρόνια τώρα, κρατάει γερά. Όσο γερά κρατούν οι τζιχαντιστές μαχαίρια κι αυτόματα όπλα που κατασκευάστηκαν στην Δύση.
Βροχή. Την παρακολουθώ να καλύπτει τα πάντα, με την ίδια προσοχή με την οποία ενημερώνομαι για την πρόοδο των ανασκαφών στην Αμφίπολη. Αγνοώ την διάρκειά της όπως ακριβώς αγνοώ και το όνομα της Λιβανέζας δικηγόρου που ήρθε να κάνει πράξη το όνειρο της Μελίνας. Τι σημασία έχει έτσι κι αλλιώς το όνομα της, αφού είναι αυτή που κατάφερε να καταργήσει τον εργένικο μύθο που λέγεται Κλούνεϊ; Παραδίδομαι στον ήχο της, όπως παραδίδομαι στον σαματά που δημιουργεί ένας ακόμη ερχομός της Τρόικας. Μυρίζω το χώμα που την καλοδέχεται, όπως οσφραίνομαι την αγωνία των κομματικών επιτελείων, για το ποιος θα καταφέρει για άλλη μια φορά να κερδίσει τους απολιτίκ «κεντρώους» και τους φοβισμένους «ακραίους».
Και πάνω εκεί την ακούω να παρατηρεί, προτρέποντας την αποχώρησή μου απ’ το απροστάτευτο μπαλκόνι: «Αυτή η εποχή είναι η πιο επικίνδυνη για ιώσεις». Και μετά από πολύ καιρό, συμφωνώ μαζί της. Αυτή η εποχή είναι η πιο επικίνδυνη. Για ιώσεις δεν γνωρίζω. Αλλά διακρίνω καθαρά ότι τα ιδεολογικά αντισώματα έχουν υποχωρήσει πολύ κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα.
Μπαίνω στο σαλόνι κι αντικρίζω την νίκη της. «Μένει ακόμα μια χαριστική ατάκα», σκέφτομαι και παίρνω θέση στον καναπέ. Και εκείνη δεν αργεί: «Αύριο, λέω να φτιάξω σαλιγκάρια…». Το λέει κι αποχωρεί.
«Θαυμάσια», αναφωνώ. «Προτείνω μάλιστα να βρεις μια παραδοσιακή τούρκικη συνταγή για να τα μαγειρέψεις. Αν τα σβήσεις δε με λίγο Μπρούσκο, θα μας έρθει Ταμάμ, για όση ώρα θα θαυμάζουμε μια ακόμα αγόγγυστη προσπάθεια του Θεοφάνους, να εντοπίσει το προεφηβικό ταλέντο που θα κάνει υπερήφανο το ελληνικό πεντάγραμμο».
Καταλαβαίνει το σχόλιο. Κάνει να απλώσει το χέρι προς το τηλεχειριστήριο, αλλά αυτόματα αλλάζει γνώμη. «Tώρα που το σκέφτομαι, τα σαλιγκάρια είναι μπελάς», λέει και αυτοκαταργείται.
Κι έξω βρέχει. Δυνατά και καθαρά. Από τα λίγα δυνατά και καθαρά πράγματα των ημερών μας…