Μια υποχθόνια κραυγή σκίζει τα σωθικά του ορίζοντα. Δρομέας που ξεπέρασε τους νόμους της αντοχής.
Και είναι ευτυχής τώρα. Γιατί πετά αντί να τρέχει πια. Μαύρες φτερούγες έχει στις πληγές.
Που είναι βότανα της Αυγής. Κρυφό φως σε κάθε ξενιτεμένο βλέμμα. Που χάνεται στα μάτια μιας τόσο απούσας παρουσίας.
Και ύστερα ο τροβαδούρος αρχίζει το μακρόσυρτο τραγούδι του. Μέσα στους καπνούς ενός χρόνου, που απορείς, πώς υπάρχει ακόμα.
Κι οι πηγές του Αχέροντα σου ψιθυρίζουν ότι οι ώρες συνεχίζουν να χτυπούν ακόμα.
Η ώρα του λύκου. Η ώρα του μαυροντυμένου χαΐνη. Η ώρα της ξεχασμένης ερήμου. Η ώρα της σκισμένης σάρκας εξωτικού καρπού στα δόντια του λυκόφωτος. Η ώρα του ταξιδευτή των οριζόντων. Η ώρα της αιματοβαμμένης λάμας του κοφτερού “είναι”. Η ώρα της υποχθόνιας κραυγής. Που γκρεμίζει τους βωμούς των βέβηλων ψευδαισθήσεων. Αλήθεια σε καλώ. Οπως ο χορός των τυμπάνων πριν την έναρξη της παράστασης των σκιών.
Και ’συ, χαμένος ηθοποιός, ο κορυφαίος του χορού, που αρνείται να πει τα λόγια.
Και φτιάχνει μόνος, την υποχθόνια κραυγή. Ως αφυπνισμένη αρχέγονη ηδονή…