Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα για προγραμματισμένο πρωινό ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Μπορεί εγώ να εξυπηρετήθηκα εύκολα και γρήγορα, εντούτοις έβλεπα στους διαδρόμους των εξωτερικών ιατρείων σωρό κόσμο κάθε ηλικίας που είχε λογής – λογής προβλήματα με την υγεία του να αντιπαλέψει και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, άλλοτε με μεγαλύτερο και άλλοτε με μικρότερο ζήλο, να του συμπαραστέκεται με κάθε τρόπο και να προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο του.
Και καθώς άκουγα άθελά μου διάφορες ιστορίες που αφηγούνταν όσοι περίμεναν στους προθαλάμους αναμονής των ιατρείων ή/και πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους, ο νους μου έτρεξε σε κάποια στοιχεία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα.
Όπως δημοσίευσε πρόσφατα η «Καθημερινή» (08 Μάρτη 2015), «σύμφωνα με την καταγραφή που έγινε από πλευράς Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) κατόπιν αιτήματος του υπουργείου Υγείας, στο πλαίσιο υλοποίησης σχεδίου έκτακτης ανάγκης για το ΕΣΥ, από το σύνολο των 3.500 ελλείψεων γιατρών μόνο στα νοσοκομεία, οι 1.300 είναι υπερεπείγουσες, που σημαίνει ότι στα τμήματα όπου αυτές υφίστανται έχουν μείνει ένας ή δύο γιατροί και με πολλή δυσκολία «βγαίνουν» οι εφημερίες. Μάλιστα, 170 ελλείψεις αφορούν τμήματα που είναι στο όριο να κλείσουν».
Πριν λίγα χρόνια, όμως, στο «Ριζοσπάστη» της 3ης Δεκεμβρίου 2011, μεταξύ άλλων, διαβάζαμε: «Οι καταγεγραμμένες οργανικές κλίνες [των ελληνικών δημοσίων νοσοκομείων] ήταν 46.783 και με την πρώτη απόφαση «για τη διασύνδεση νοσοκομείων και καθορισμό του τρόπου διασύνδεσης και λειτουργίας τους» μειώθηκαν σε 36.035. Με τη νέα τροποποιητική απόφαση μειώνονται σε 35.360».
Τέλος, όπως έγινε γνωστό τον Απρίλη του 2014, η χώρα μας βρίσκεται σε μία από τις τελευταίες θέσεις στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με μόλις 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 8,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους!
Τι θάλεγε, άραγε, ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της ιατρικής, για όλα τούτα; Και ακόμα περισσότερο πώς θα αντιδρούσε εάν άκουγε καθημερινά σχεδόν περιστατικά χρηματισμού δημοσίων γιατρών προς απόκτηση του πολυτιμότερου για τον κάθε άνθρωπο αγαθού, της υγείας, ή εμφάνισης «ψευτογιατρών» που ξεγελούν τους ταλαιπωρημένους απ’ τις αρρώστιες τους ασθενείς και τους απελπισμένους συγγενείς τους;
Ας γίνει κάτι επιτέλους και στον ευαίσθητο χώρο της δημόσιας υγείας! Δεν μπορεί ο άνθρωπος που χρόνια και χρόνια πληρώνει εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία για την περίθαλψή του και φόρους στο κράτος να μην έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά προβλήματα με την τσακισμένη του υγεία σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, αλλά να αναγκάζεται να προσφεύγει έναντι αδρού αντιτίμου σε μεγαλογιατρούς ιδιώτες ή σε ιδιωτικά θεραπευτήρια! Προσωπικά, θα το θεωρούσα ντροπή για όσους πολιτικούς διαχειρίζονται τα θέματα της δημόσιας υγείας εάν αφήσουν να διαιωνιστεί η κατάσταση των τελευταίων ετών, νοσοκομεία και κέντρα υγείας χωρίς γιατρούς, νοσηλευτές ή προσωπικό άλλων ειδικοτήτων και δίχως τεχνολογικό εξοπλισμό, ενώ οι τιμές των φαρμάκων πολλές φορές μοιάζουν απλησίαστες για το βαλάντιο ενός πολίτη που χρήζει ισόβιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εσείς τι νομίζετε;
Και θα κλείσω με μέρος όσων προ ημερών διάβασα στις ιστοσελίδες του ελληνικού υπουργείου Υγείας και χρήζουν πολύ μεγάλης προσοχής από όλους μας. Πρώτα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη, σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει σημειωθεί ραγδαία αύξηση της επίπτωσης της νόσου, με αποτέλεσμα σήμερα να πάσχουν από αυτήν πάνω από 285.000.000 άνθρωποι, δηλαδή το 6,6% του πληθυσμού της γης, ενώ η νόσος αποτελεί τη βασική αιτία θανάτου για περίπου 7.000.000 άτομα ετησίως σε όλο τον κόσμο και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων, νεφρικής ανεπάρκειας, μόνιμων βλαβών του αμφιβληστροειδούς και άλλων σοβαρών επιπλοκών. Στην Ελλάδα σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη πάσχει περίπου το 12% του γενικού πληθυσμού.
Και έπειτα, από τα βασικά μηνύματα της φετινής (2015) παγκόσμιας εκστρατείας κατά του καρκίνου ήταν και το ότι η μείωση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου για τον καρκίνο και η ενθάρρυνση των ανθρώπων να κάνουν υγιεινές επιλογές, είναι τα βασικά συστατικά για την επίτευξη του παγκόσμιου πρωταρχικού στόχου της μείωσης των πρόωρων θανάτων από μη μεταδοτικές νόσους κατά 25% έως το 2025, τη στιγμή που κάθε χρονιά 7 εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και 11 εκατομμύρια νοσούν, το 70% των οποίων σε χώρες μέσου και χαμηλού εισοδήματος…