Υψωμένες Παναγίες, σε κουφάλες ελιδώ,
και σε εσοχές των βράχων, κάποιες, πρόλαβα να δω.
Μικρό ήμουνα παιδάκι, μα δεν φεύγουν απ’ το νου,
και ζητώ πληροφορίες, του ενός και τ’ αλλουνού.
Για να μάθω τι σημαίνει, υψωμένη Παναγιά
κι η απάντηση που παίρνω, δεν κατέω έχε γειά.
Μεγαλύτεροι μου είναι, στο χωριό μας μερικοί,
που ‘χουν γνώσεις παραπάνω, έτσι λέει η λογική.
Μια ερώτηση τους κάνω, για αυτό που με πονεί,
μα δεν ξέρουν να μου πούνε, με το σίγμα και το νι.
Φαίνεται, επιδημία, έπεσε μια εποχή
κι απειλούσε ν’ αφανίσει, όλη την περιοχή.
Εις την Παναγιά στηρίξαν, τις ελπίδες οι πιστοί
και ξεκίνησαν νηστείες, όλη τη σαρακοστή.
Ιερείς και Δεσποτάδες, ψάλλουν στο Θεό ευχές,
όπως κείνες που διαβάζουν, για να έρθουνε… βροχές.
Κι αφού πρώτα των σημείων, κάνανε επιλογή,
στήνανε εικονοστάσια, για να φύγει η πληγή.
Λέγεται πως προσφορίδι, κλείναν μέσα κι αγιασμό
και η τελετή ετούτη, αποτέλεσε θεσμό.
Χωριουδάκια μείναν σώα και ακέραια πολλά,
μα επί των ημερών μας, τούτ’ η συνταγή χαλά.
Υψωμένες Παναγίες, σήεμρα δεν συναντάς,
μα δικά του εκκλησάκια, χτίζει κάθε… χουβαρντάς.