Ειρήνη σε βιάζουνε σ’ όλης της γης τα πλάτη
“λιοντάρια”, “τίγρεις”, “αγριαετοί”, “λύκοι”, “αρκούδες”, “δράκοι”
κι εσύ περιστεράκι μου, αδύναμη κυρά μου
αγνή παιδούλα, άπραγη, μ’ απόγνωση και δάκρυ
ακούς ανθρώπων βογκητά με σπαραγμό και πόνο,
που λιώνουνε στις μπότες τους, σκληρά ποδοπατιούνται.
Ακούραστη τις πόρτες τους, χτυπώντας σαν επαίτης
απλώνεις τα χεράκια σου, ζητάς ελεημοσύνη
ισονομία στους λαούς, τάξη, δικαιοσύνη,
αφού για να επιβληθείς δεν διαθέτεις όπλα.
Με στόμφο εκείνοι σ’ εξυμνούν, στα ύψη σ’ ανεβάζουν
και με στεντόρια φωνή εγκώμια σου πλέκουν
πως σε υποστηρίζουνε για να ’χουνε να λένε
γι’ αυτό σ’ αφιερώσανε παγκόσμια ημέρα.
Ομως για να μη φαίνονται και κατηγορηθούνε
σ’ εγκληματίες δίνουνε και τυχοδιώχτες όπλα,
πισώπλατα να σε χτυπούν εκεί που τους βολεύει
και τις εστίες πάντοτε κρατούνε αναμμένες
για να μπορούνε εύκολα να παίζουνε παιχνίδια
αυτά που συμβαδίζουνε με τα συμφέροντά τους.