Στο Κουστογέρακο παλιά, Ναζήδες είχαν στήσει
την κατοχή απόσπασμα, γυναίκες να θερίσει.
Γυναίκες των πατριωτών που ‘χανε βγει στα Όρη
προσμένοντας επίθεση που και στραβός εθώρει.
Αφού σε κείνο το χωριό είχαν προηγουμένως
καλά γνωρίσ’ οι Γερμανοί, το Κρητικό το γένος.
Οι χωρικοί πολλές φορές είχανε βοηθήσει
Άγγλους εις την περιοχή και νάμι ‘χαν αφήσει.
Αντίσταση εκάνανε στου Χίτλερ τα φουσάτα
κι αντίποινα περίμεναν την όρεξή σου κράτα.
Στρατός σαν επιτέθηκε, μια μέρα στο χωριό τους,
πανέτοιμοι βρεθήκανε στο τόπο το δικό τους.
Απ’ τα γνωστά τους τα στενά κι από τα μονοπάτια
εβγαίνανε και κάμανε τσι Γερμανούς κομμάθια.
Οι δόλιοι δεν εξέρανε πώς είν’ οι Σελινιώτες
ατρόμητοι στον πόλεμο και βέροι πατριώτες.
Καθόλου δεν περίμεναν τέτοια πανωλεθρία
σαν κεραυνός τους φάνηκε που έπεσ’ εν αιθρία.
Για τούτο κι αποφάσισαν μάθημα για να δώσουν
σε Κουστογέρακου μεριά ίδια ν’ ανταποδώσουν.
Κι ένα πρωί ξεκίνησαν με τούτονα το στόχο
μα κάναν το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο.
Όλοι οι άνδρες του χωριού από τα σπίτια λείπαν
γυναίκες μόνο βρήκανε μα καμπανάκ’ εχτύπα.
Εις την πλατεία του χωριού τις φέραν μία μία
και στη γραμμή τις στήσανε, δεν άφησαν καμία.
Την κίνηση των Γερμανών και τη σκηνή την όλη
οι άνδρες πήραν είδηση από τ’ αραξοβόλι.
Στης Ώχρας τα υψώματα στήσανε πολυβόλο
και τις κινήσεις βλέπανε τω Γερμανοδιαβόλω.
Εις την κατάλληλη στιγμή το πολυβόλο κράζει
κι όλο το εκτελεστικό απόσπασμα σωριάζει.
Οι Ναζιστές τα χάσανε, φύγανε μάνι μάνι
το ρεζιλίκι που ‘παθαν εκείνο μόνο φτάνει.
Μα σήμερα που σας μιλώ βρίσκουν την ευκαιρία
ανάποδα να φέρουνε του Έθνους την πορεία.
Όμως δεν ξέρουνε καλά τ’ Ελληνικό μιλέτι
που περιμένει άξιο, πάλι να βρει ηγέτη.
Ν’ αποτινάξει το ζυγό, να σκίσει τα μνημόνια
μα μάλλον πως θα χρειαστεί να περιμένει χρόνια.