Το τραγούδι “Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς” είναι ένα από τα πρώτα που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1943 σε στίχους του Γιάγκου Αραβαντινού. Το 1949 ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία του Γιάννη Φιλίππου “Δυο κόσμοι” και το 1963 εντάχθηκε στη μουσική παράσταση “Μαγική πόλις”. Δισκογραφικά, το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει με τη φωνή του Χατζιδάκι σε δύο εκδόσεις: στη “Ρωμαϊκή αγορά”, μαζί με τον Ηλία Λιούγκο και στο cd “ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 2000 Μ.Χ.”.
Όπως μας αφηγείται και ο ίδιος ο συνθέτης, στο ένθετο του δίσκου του “ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 2000 Μ.Χ.”, το τραγούδι αυτό κρύβει μία ιστορία σαν παραμύθι, αντάξια της μελωδίας του. Γράφτηκε μες στα χρόνια της Κατοχής και πρωτακούστηκε με τη φωνή της Ίντας Χριστινάκη που πρωταγωνιστούσε στην ταινία “Δυο κόσμοι”.
«Στη διάρκεια της κατοχής ακούγαμε ένα τραγούδι, που ιδιαίτερα εμένα, με είχε συγκλονίσει. Την “Λιλή Μαρλέν”. Ένα κορίτσι που κάθε βράδυ πήγαινε στους στρατώνες και όλοι τη φώναζαν με τ’ όνομά της, ώσπου ένα βράδυ, βγαίνοντας έξοδο οι στρατιώτες δεν την βρίσκουν. Η “Λιλή Μαρλέν” είχε πεθάνει. Και οι στρατιώτες, λυπημένοι, τραγουδούσαν το τραγούδι της, γνωρίζοντας πως δεν θα την ξαναδούν ποτέ. Τόσο μου ταίριαζε αυτό το τραγούδι, που έμαθα να το παίζω στο πιάνο σαν να διηγούμαι την ιστορία του κοριτσιού. Και όλοι ήθελαν να ακούσουν το τραγούδι από εμένα παιγμένο στο πιάνο. Τόσο οι δάσκαλοί μου όσο και οι φίλοι μου. Μαζί με ένα φίλο μου -δεκαεξάχρονο εκείνο τον καιρό- τον Γιάγκο Αραβαντινό, μαγεμένοι από τη φωνή της κοπέλας που το τραγουδούσε, της Λάλε Άντερσεν, αποφασίζουμε να γράψουμε γι’ αυτήν ένα τραγούδι μεσογειακό -απάντηση στη βόρεια Λιλή Μαρλέν- που θα της το δίναμε να το τραγουδήσει, όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Και γράψαμε το “Ήρθε βοριάς ήρθε νοτιάς”. Ο πόλεμος τελείωσε. Ξεχάσαμε τη “Λιλή Μαρλέν” και τη Λάλε Άντερσεν.
Το ’61, που όλος ο κόσμος τραγουδούσε “Τα παιδιά του Πειραιά”, η Φραγκφούρτη με καλεί επίσημα, για να μου δώσει ο δήμαρχος το κλειδί της πόλης. Φτάνω στις επτά το βράδυ, χειμώνα, μ’ ένα τετρακινητήριο αεροπλάνο. Με περίμεναν τρεις χιλιάδες κόσμος, μια μεγάλη ορχήστρα που έπαιζε το τραγούδι μου και όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ευρώπης. Από την ώρα που κατέβηκα απ’ τ’ αεροπλάνο, βρισκόταν συνέχεια πλάι μου μια κυρία με άσπρη και γκρίζα γούνα, που χαμογελούσε και της μιλούσαν όλοι με σεβασμό. Σε μια στιγμή ακούω να τη ρωτάει ένας ρεπόρτερ ραδιοφωνικού σταθμού: “Κι σεις, κυρία Άντερσεν, μετά την “Λιλή Μαρλέν”, η πιο μεγάλη σας επιτυχία είναι το “Ένα καράβι έρχεται;” (έτσι έλεγαν τα “Παιδιά του Πειραιά” στην Γερμανία)”. Κι ένας άλλος συμπληρώνει την ερώτηση: “Κυρία Άντερσεν το “Ένα καράβι έρχεται” ήταν η θριαμβευτική σας επιστροφή στο τραγούδι;”. Διακόπτω τη συζήτηση και την ρωτάω μπρος στα μικρόφωνα των ραδιοφωνικών σταθμών αν είναι η Λάλε Άντερσεν. Μα φυσικά είμαι, μου απάντησε γλυκά. Και τότε αρχίζω και διηγούμαι όλη την ιστορία μου από την Κατοχή. Γίναμε φίλοι και μου ζήτησε να τραγουδήσει το τραγούδι αυτό. Της το έδωσα και πήρε ένα δεύτερο χρυσό δίσκο».
Αυτή είναι η πανέμορφη ιστορία ενός από τα πρώτα τραγούδια του μεγάλου συνθέτη. Ένα πρελούδιο των επερχόμενων μοναδικών τραγουδιών του, με τη γλυκύτητα της νιότης, την ιδιοφυΐα ενός φωτεινού μυαλού και τον Έρωτα. Τον Έρωτα που ύμνησε, ενσάρκωσε, διέδωσε και χρωμάτισε.
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία με ρεφρέν
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός