Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Εις μνήμην της ποιήτριας Βικτωρίας Θεοδώρου (1926-2019): «Oταν η λύρα και το λαγούτο ψάλλουν τον έρωτα ελευθερίας…»

6ος αιώνας π.Χ. .Η μέλαινα τριήρης παραπλέοντας σε κρημνώδεις ακτές μεταφέρει εξόριστη στη Σικελία την ποιήτρια, τη μελίρρυτη Σαπφώ. Πόσο μακριά από τη Λέσβο! «Εκείνη θα καθόταν σίγουρα αμίλητη και θα ριγούσε αναλογιζόμενη  τις αβύσσους που διαπλέει και δίπλα της ο φρουρός, σαν ειρωνεία, κοιτώντας αδιάφορος τη θάλασσα», γράφει η ποιήτρια και πεζογράφος Βικτωρία Θεοδώρου. Ενώ η θλίψη θα δονούσε υπόκωφα τη λύρα της ψυχής της….
Η Ιστορία από καταβολής κόσμου καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται ατέρμονα. Αλλάζουν μόνο τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Τα ανθρώπινα έργα ίδια κι απαράλλαχτα, χωρίς διδαχή καμιά από τα πάθη και τα λάθη. Ημέρες εξορίας 1948-1952 μ.Χ.: Χίος ,Τρίκερι, Μακρόνησος. Μια άλλη ποιήτρια, η Βικτωρία Θεοδώρου, εικοσάχρονο κορίτσι τότε, ένα φωτισμένο πνεύμα της νέας εποχής, περιπλανιέται σ’ άγνωρους πλόες με κάθε καιρό, τέσσερις χειμώνες και καλοκαίρια μες στο αρχιπέλαγος, έγκλειστη σε σύγχρονο κήτος που την ξεβράζει σ’ άγονη, χέρσα κάθε φορά νησίδα. Κι η θλίψη της κρούει ανάλαφρα τις χορδές του λαγούτου της πικρό, λυρικό μουρμουρητό πάνω στο κύμα:
«Είχα να της πω τόσα τραγούδια!
μικρό παιδί με κοίμιζε στο κύμα της
και στα μελτέμια εστέγνωναν και μύρωναν τα ρούχα μας.
τώρα με κάνανε να την κοιτώ μ’ ανατριχίλα
σαν ερπετό, σαν κρύο στοιχειό, τη θάλασσα.
Μες στα βαπόρια της σκλαβιάς
βαθιά μέσα σε μαύρα αμπάρια με γυρίζανε
κλειστά τα φιλιστρίνια να μη μπαίνει ο μπάτης
ούτε να με ραντίζει ως αγιασμός το κύμα της.
Και τα νησιά Χίο, Ανάφη, Τρίκερι, Μακρόνησο,
ονόματα πανάρχαια ιερά, Ικαρία, Ψυττάλεια,
τα δέσανε μες στην ψυχή μου με την πίκρα και τον τρόμο.
Δε χάρηκα την ομορφιά τους εξόριστη
δαρμένη, κάτω απ’ έν’ αντίσκηνο….
Κι έχω καημό, που δεν μπορώ να πω
χαρούμενο τραγούδι για τη θάλασσα
οργή και θύμησες πικρές μου φέρνουν τα νησιά της».
Η Βικτωρία Θεοδώρου (1926-2019), γεννημένη στα Χανιά, από μητέρα Κρητικιά και πατέρα Σερβοέλληνα αγιογράφο, ήταν τότε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Βασική ποιητική εκπρόσωπος της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς, «της επονομαζόμενης ποίησης της ήττας, βίωσε τη ματαίωση του ακριβού οράματος της γενιάς της, αλλά κατάφερε να αποσύρει την ποίησή της από τον μαρασμό της ήττας και να επιχειρήσει μια επίπονη ανάβαση προς μια λυρική ενατένιση της ανακυκλούμενης ιστορίας του κόσμου και του ατόμου».
Η πρόσφατα εκλιπούσα ποιήτρια (Φεβρουάριος 2019) υπήρξε μια σπουδαία και συνάμα αθόρυβη, διακριτική, σεμνή μορφή των ελληνικών γραμμάτων, με αδιάλειπτη παρουσία και σταθερή λογοτεχνική αξία του έργου της πάνω από πενήντα χρόνια. Στα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που διδάσκονται τα παιδιά μας μόνο λίγες γραμμές γι’ αυτήν, ελάχιστοι στίχοι από το ποίημά της “ Εγκώμιο”, το οποίο είναι ίσως ο ωραιότερος ύμνος που γράφτηκε ποτέ για τη μάνα, απόσταγμα των πικρών και συνάμα λυτρωτικών δακρύων της ποιήτριας για την πρόωρη απώλεια της δικής της μητέρας. Ταυτόχρονα το ποίημα είναι και μια ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στον απλό τυραννισμένο άνθρωπο με τον βαρύ καθημερινό μόχθο του, ο οποίος στο πρόσωπο της μάνας εξυμνείται, δικαιώνεται αναδρομικά με τη μνημόνευση, καθαγιάζεται. Έτσι το ιδεατό, το υψηλό υπηρετείται από το απτό, το βιωμένο, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης της Βικτωρίας Θεοδώρου.

«Φίλησα τα χέρια σου τα ροζιασμένα
τους καημούς του κόσμου
μπήκα σ’ εκκλησιάν απάτητη
και προσκύνησα τη Μάνα….
Στο ξύλο της τριανταφυλλιάς
θα σκαλίσω τα πάθη σου
θα φτιάξω φυλαχτό να βάλω τη βέρα σου
όπου φαγώθηκε στην αλυσίβα και στη σκούπα
κι απαλοφέγγει σα τριώ μερώ φεγγάρι…..
Στο ξύλο της τριανταφυλλιάς
θα σκαλίσω το χαμογέλιο σου
το πιο καλό κι ειρηνοφόρο
γιατρικό του νου μου…
Οι γενναίοι δοξαστήκαν κι οι ήρωες
όσοι κρατήσαν τη ζωή και φύλαξαν το δίκιο
Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα
και μπαίνει η ταπεινότη σου στο Ηρώο
Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι
κράτα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής
με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουνε να μπεις
στης αιωνιότητας τη δόξα.»
«Ποίηση σε ήσσονες τόνους, αλλά μείζονες κλίμακες», όπως γράφει γι’ αυτήν ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Θεοδόσης Πυλαρινός. Μπολιασμένη με τους αγώνες στην κατοχή και την εθνική αντίσταση, την τετράχρονη εξορία μέσα στην πατρίδα, αλλά και με τον καθημερινό αγώνα του απλού ανθρώπου που ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο. Η ποιήτρια υπήρξε ακμαίο, ακατάβλητο πνεύμα, ισόβια υπηρετώντας «στο τάγμα της μνήμης», όπως γράφει η ίδια. Είναι εκείνη που μιλά με το στόμα χιλιάδων γυναικών που έζησαν τα πέτρινα χρόνια της εξορίας σ’ άγονους, στέρφους τόπους, στην ποιητική της συλλογή που φέρει τον τίτλο, κατ’ ευφημισμόν, «Εκδρομή».
Η ποιήτρια αντέχει. Η ψυχική της δύναμη ατσαλένια. Τέσσερα χρόνια αντιπαλεύει τ’ ανήμερα στοιχειά της φύσης και «τρέφεται με αγνάντεμα». Μια αόρατη κραταιά ασπίδα παντού τη θωρακίζει από τα δυσβάσταχτα ανθρώπινα πάθη. Ο πόνος, ο αρχέγονος, άτεγκτος μεγάλος δάσκαλος του γένους δαμάζεται και γίνεται ρίμα. Το τραυματικό βίωμα μεταπλάθεται σε ποίηση. Κι από τη διήθησή του στο φίλτρο της δημιουργίας εκχειλίζει, εκλεκτό απόσταγμα, ο γλυκός, μειλίχιος, συγκρατημένα λυρικός λόγος που αναβαπτίζει ακόμη και τις μεγαλύτερες συμφορές, σε ευλογία.
«Χίλιες τόσες νύχτες κοιμήθηκα
μες στ’ ασφοδείλια
δίχως να βγάλω το φουστάνι μου και τ’
άρβυλά μου
το πανωφόρι μου προσκέφαλο
στη φόδρα του άγρυπνο μολύβι και
χαρτί
για φυλαχτό ένα γράμμα –
πόσο μου παραστάθηκες χαρτί, δεν θα ξεχάσω.
Εσένα, ναι, εσένα θ’ αφήσω κληρονόμο
μου.»
Για πρώτη φορά η Βικτωρία Θεοδώρου ασχολήθηκε σοβαρά με την ποίηση στην εξορία. Φαίνεται πως η εσωτερική πλήρωση, η ηθική νίκη, είναι από χιλιάδες ήττες καμωμένη, όπως γράφει ο Ελύτης. Μια μεγάλη ψυχή, ακόμη και πολιορκημένη από δυσπολέμητες δυνάμεις, από την αγριότητα, τη θηριωδία της ζωής, αλλά και τ’ ανεξημέρωτα, αμείλικτα στοιχειά της φύσης, θα βρει τελικά τον προορισμό της, για να νοηματοδοτήσει μια ζωή δυσβάσταχτη, κατ’ επίφαση μόνο ζωή. Η σχέση της ποιήτριας με τη φύση είναι πρωτογενής, στέρεα συναρμοσμένη στην ύπαρξή της από τα παιδικά της χρόνια, εγγεγραμμένη στο κύτταρό της, που αρτύθηκε «στο ακρογιάλι με αλάτι και ρυθμό». Έτσι, το θαλασσινό νερό γίνεται νάμα, καθαρτικό, εξαγνιστικό, επουλωτικό, για τις πληγές του σώματος, μα πιο πολύ της ψυχής.
«Θάλασσας θάρρος δε μου ’λειψες ποτέ
εσύ μου παραστάθηκες. Είχες τ’ αθάνατο νερό
μ’ εμπιστοσύνη σου ’δινα τις πληγές μου.»
Η φύση ακόμη και στην πιο στυγνή, αμείλικτη εκδοχή της, μοιάζει να συμμερίζεται, να συμπάσχει μαζί της και να της χορηγεί αφειδώς, να της επιδαψιλεύει τα πρωτογενή λυρικά υλικά της. Γίνεται έτσι το λυτρωτικό κανάλι, το απελευθερωτικό μονοπάτι από τον πόνο στη δημιουργία.
«Εδώ μ’ αφήσανε
να ξεχαστώ και να πνιγώ στα λιπαρά νερά
κι όμως ήταν ο τόπος που ευδοκίμησα
κι ήβρα μέσα στα ρείκια τον αυλό….
τη μουσική την έβγαλα απ’ το καλάμι
κι έκαμα λύρα από χελώνας καύκαλο.»
Όταν ανατάμεις βαθιά το έργο της Βικτωρίας Θεοδώρου αυτό που απομένει ως πυρηνικό συστατικό, ως πεμπτουσία του, είναι ο ασυγκράτητος ισόβιος έρωτας ελευθερίας., που διατρέχει την ποίησή της και ενυλώνεται ποιητικά ως:
• λύτρωση από τον πόνο
• απαγκίστρωση από τη χειραγώγηση και τον ασφυκτικό, φιμωτικό έλεγχο στυγνών συμφερόντων
• απελευθέρωση από τον ζυγό του ανθρώπινου μόχθου
• ανέλκυση από το σκοτάδι της αφάνειας και δικαίωση του ανώνυμου αγωνιστή
• διέξοδος από το τέλμα της καθημερινότητας
• υπέρβαση του φόβου του θανάτου
• απαλλαγή από κάθε ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Η ποιήτρια απελευθερώνεται ακόμη και από τη σύμφυτη στον άνθρωπο ανάγκη για αναγνώριση και υστεροφημία. Μια κάποια πικρία, ωστόσο, αναδύεται, όχι για την παραγνώριση, μα για το αδικαίωτο του πάθους της προσφοράς, για την πρόωρη αναχαίτιση της ενθουσιώδους ορμής, για τον ακρωτηριασμό της ρώμης στο απόγειό της. Κραυγαλέα παρούσα η αίσθηση της ήττας, τόσο χαρακτηριστικά προσδιοριστική για τη γενιά της. Η Βικτωρία Θεοδώρου μιλά ως εκπρόσωπος αυτής της παραγκωνισμένης γενιάς της ήττας.
«Δεν απαιτούμε βάθρο ούτε δάφνη
στα μουσεία με τις αράχνες.
Αλλά τι νέο υπάρχει που να μην
το ψηλαφίσαμε, ποια οράματα μας διαφύγαν;
ποιο όραμα νέο
θα επιφοιτήσει τώρα
σε πύρινα μαλλιά, ή μήπως
ήρθε των οραματισμών το τέλος;»
Όμως, ό,τι δεν ευοδώθηκε, ό,τι δεν καρποφόρησε σ’ αυτήν τη γενιά, θα ευδοκιμήσει πιθανότατα στο μέλλον, στις επερχόμενες γενιές. Κάποιοι άλλοι θα πάρουν τη σκυτάλη του αγώνα κι ίσως τα καταφέρουν καλύτερα. Χωρίς το ελάχιστο πλήγμα ναρκισσισμού, αλλά με πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης ανεπάρκειας, δέχεται στωικά ότι όλα θα βαίνουν και «χωρίς εμάς». Η ζωή θα συνεχιστεί και δίχως μας.
«Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας σ’ αυτό
του κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν.

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
χωρίς εμάς.»
Λυτρωμένη ποιητικά απ’ όλες τις κοσμικές μέριμνες, αποκαθηλωμένη από όλους τους γήινους χαλκάδες η ποιήτρια «στου ανθεκτικού πυρήνα της τα βάθη καταφεύγει». Κοινωνικά αποτραβηγμένη όσο ζει, διακριτική, χαμηλών τόνων πάντα, δεν έχει ανάγκη από κοσμικές τιμές. Της αρκούν εκείνες που απολαμβάνει από τον ουρανό. Ευνοημένη, έτσι κι αλλιώς, με το θαύμα της ποιητικής μεταρσίωσης που αξιώθηκε.
«Μπορείς να ζήσεις και χωρίς
τα βλέμματα των άλλων, πιο πολύ
χωρίς επαίνους και στο « λάθε»
άκριτος, παραγνωρισμένος
Ο ουρανός σε τιμά
Η γη σου στρώνει την τρυφερή της πόα
το νερό σε θωπεύει, σε ανανεώνει…
Τιμή να σε διώξουν από τον οίκο
του εμπορίου.
Εκεί δεν είχες θέση.»
Μέσα από αυτήν την καθολική αποδέσμευση, μέσα από τον απόλυτο έρωτα ελευθερίας, αυτή την επίγεια πρόγευση Παραδείσου, η Βικτωρία Θεοδώρου ανελίσσεται στην πνευματική σφαίρα της αυτοπραγμάτωσης. Εκεί, όπου αενάως θα επικαλείται την Ουρανία, την πότνια Αφροδίτη, με την αρμονική υπόκρουση της σαπφικής λύρας και του λαγούτου της. Σε μια απόλυτα αμοιβαία αγαπητική σχέση με το σύμπαν. Ώστε, η αγάπη που αναπέμπεται, να επιστρέφει στο ποιητικό υποκείμενο πολλαπλάσια.
« Την εύνοιά σου μου χάρισες ουρανία
Μ’ αγαπήσαν.
Μ’ αγαπήσαν περισσότερο
παρά που εκτίμησαν τα έργα
και τη θνητή μουσική μου,
δίκαια με κατατάξαν, ας είναι ευλογημένοι.
Με ζέσταναν με της καρδιάς τα χέρια….
Μ’ αγκάλιασαν με τη ματιά τους
αείμνηστοι μου ’στειλαν αρώματα διαρκή,
αυτό ζητούσα-
Κι η φωνή μου είναι δικό τους δώρο.»
Η Βικτωρία Θεοδώρου μοιράζει σε όλους μας, ως αντίδωρο, την ποιητική της φωνή, ξέχειλη από ευγνωμοσύνη για την εύνοια της αγάπης που αξιώθηκε. Ας την αφουγκραζόμαστε αυτή τη χαμηλότονη φωνή, ας τιμούμε τη μνήμη της, γιατί είναι «ποίηση σε ήσσονες τόνους, αλλά μείζονες κλίμακες» και με απλό, καθαρό, έντιμο και έτυμο, αληθινό λόγο, υπηρετεί το υψηλό, τις αξίες και τα ιδανικά του ανθρώπου που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη σήμερα.

(Το κείμενο που προηγήθηκε, τροποποιημένο βέβαια, αποτελεί απόσπασμα εισήγησής μου στο πλαίσιο εκδήλωσης του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Ανδρόγεω, στο Ηράκλειο, τον Μάρτιο του 2012).
* φιλόλογος- ψυχολόγος

1. Η λέξη παραπέμπει σε τίτλο ποιητικής συλλογής της δημιουργού


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα