H παγκόσμια ημέρα της γυναίκας για πολλούς αποτελεί μια αναχρονιστική υπενθύμιση του δικαιώματος της γυναίκας για ισότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Υπάρχει η πεποίθηση ότι τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες οι γυναίκες δε χρειάζεται να διεκδικήσουν πλέον την έμφυλη ισότητα, καθώς θεωρείται ήδη κεκτημένη και αυτονόητη.
Εξετάζοντας, ωστόσο, την πραγματικότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωπες στην καθημερινότητά τους οι γυναίκες, γίνεται σαφές ότι η ισότητα δεν είναι αυτονόητη ή δεδομένη αλλά ισχυρή επιδίωξη των σύγχρονων κοινωνιών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στο εργασιακό και επαγγελματικό περιβάλλον οι γυναίκες είναι οι κυρίως πληττόμενες από τα φαινόμενα ανισότητας και διακρίσεων. Μολονότι διαθέτουν αντίστοιχα τυπικά προσόντα με τους άνδρες, έχουν λιγότερες ευκαιρίες να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και να αναλάβουν θέσεις ευθύνης, ενώ αντιμετωπίζουν μισθολογικό και συνταξιοδοτικό χάσμα σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Οι γυναίκες άλλωστε ασκούν σε μεγαλύτερο ποσοστό την αδήλωτη ή μη αμειβόμενη εργασία, επωμιζόμενες σχεδόν αποκλειστικά την οικογενειακή φροντίδα, παρά το γεγονός ότι η εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή είναι αναγκαία για την κατάκτηση της ισότητας στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον.
Η ίση πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, ωστόσο σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat τα ποσοστά των αναλφάβητων γυναικών είναι αισθητά μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των ανδρών. Επιπλέον, ενώ οι γυναίκες εκπαιδευτικοί είναι συντριπτικά περισσότερες από τους άνδρες συναδέλφους τους, η δυνατότητα για ανέλιξη σε διευθυντικές θέσεις στην εκπαίδευση παρέχεται στους άνδρες σε μεγαλύτερο ποσοστό. Η ίδια η εκπαίδευση, άλλωστε, μέσα από τις ακολουθούμενες διδακτικές πρακτικές και το σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό ενισχύει τα κυρίαρχα έμφυλα στερεότυπα, καλλιεργεί διαφορετικές απαιτήσεις από τα άτομα ανάλογα με το φύλο τους και τα στρέφει προς συγκεκριμένες επαγγελματικές κατευθύνσεις.
Η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα είναι διαρκή ζητούμενα της κάθε κοινωνίας, όμως οι γυναίκες γίνονται συχνά θύματα έμφυλης βίας που περιορίζει τα δικαιώματα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσής τους. Παράλληλα ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαικής Ένωσης επισημαίνει πως οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτωχοποίησης και κοινωνικού στιγματισμού, είναι θύματα του κοινωνικού σεξισμού και αποθαρρύνονται από την ανάληψη ενεργών κοινωνικών ρόλων.
Στην πολιτική ζωή και παρά την ισχυροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στις δυτικές κοινωνίες, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα κοινοβούλια, τα υπουργεία, τις περιφερειακές διευθύνσεις, όπως ανακοινώνεται από την Ευρωπαική Στατιστική Υπηρεσία. Η φωνή τους αποδυναμώνεται και δε μετέχουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Εκείνες που αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή, έρχονται αντιμέτωπες με το σεξισμό και τις έμφυλες στερεότυπες αντιλήψεις.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ισχυρούς φορείς αντιλήψεων και ιδεολογιών. Διαμορφώνουν κουλτούρες και γαλουχούν συνειδήσεις, όμως προτιμούν να προβάλλουν τη γυναίκα ως πρότυπο σεξουαλικής ικανοποίησης και οικογενειακής φροντίδας, όχι ως πνευματική φυσιογνωμία, πολιτική ηγέτιδα και επιτυχημένη επιχειρηματία.
Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η ισότητα μεταξύ των ατόμων διαφορετικού φύλου παραμένει ακόμα ζητούμενη και επιδιωκόμενη. Αποτελεί δείκτη δικαιοσύνης, θεμέλιο δημοκρατίας και ισχυρό αρωγό ανάπτυξης. Έρχεται μέσα από τη δράση της πολιτείας και την ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου. Συνυφαίνεται με τις αντιλήψεις της κοινωνίας, γίνεται βίωμα και καταρρίπτει τα επικρατούντα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα.
[…] Πηγή: Χανιώτικα Νέα […]