Αν νομίζεις πως αλλάζοντας όνομα θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Αν νομίζεις πως αλλάζοντας τόπο θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Αν νομίζεις πως εμπιστευόμενος τον χρόνο θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Και τι να κάνω τότε; Να παλέψεις με το παρελθόν. Και ας μην τα καταφέρεις ποτέ ολοκληρωτικά. Να είσαι τυχερός και να έχεις κάποιον να σου σταθεί όταν το έδαφος τρέμει. Και ας μην πάψει ποτέ το έδαφος να τρέμει εντελώς.
Ο Ίσιντορ και η Πάουλα: μαζί αδιαφορούν για τα μεγάλα κατορθώματα με το κεφάλι ψηλά. Λες και το να μένουν στην ησυχία τους ήταν ένα ακόμη μεγαλύτερο επίτευγμα, κάτι πολύ ευγενέστερο.
Είναι η ιστορία του Ίσιντορ και της Πάουλα, που δεν τους έλεγαν πάντα Ίσιντορ και Πάουλα, όμως εκείνοι, φεύγοντας, επέλεξαν νέα ονόματα, ελπίζοντας να κρυφτούν καλύτερα από ό,τι τους κυνηγούσε· τραύματα και αναμνήσεις.
Εκείνος δουλεύει ως οδηγός στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Στοκχόλμης, εκεί που οι περισσότεροι βιάζονται να βρεθούν κάπου αλλού, εκεί που καταφεύγουν όσοι χάνονται, τρεκλίζοντας ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Εκείνη προσπαθεί, τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνει, αναγνωρίζει πια τα οριακά σημεία και ζητάει βοήθεια, μέχρι να πατήσει στα πόδια της ξανά. Εκείνος στέκεται στο πλευρό της, όπως μπορεί και όσο εκείνη του επιτρέπει, ακολουθώντας το ένστικτο και το συναίσθημα. Δεν ξέρει πώς αλλιώς. Εκείνη τον διώχνει μακριά, όταν δεν τον αντέχει ή όταν θέλει να τον προστατεύσει. Συνήθως αυτά συνυπάρχουν ταυτόχρονα στο μυαλό της.
Το σκοτάδι εναλλάσσεται με το φως, το σκοτάδι διαρκεί περισσότερο και η ταχύτητα διέλευσης είναι μεγάλη, το φως διαρκεί λιγότερο, όμως η ακινησία είναι ανακουφιστική. Τα βάθη της πόλης. Οι σήραγγες που ενώνουν τους σταθμούς, η εμπιστοσύνη που πρέπει κάποιος να δείξει στις ράγες και στο κέντρο ελέγχου κυκλοφορίας. Αυτά όμως ισχύουν μόνο για τα τρένα και όχι για την ανθρώπινη ψυχή.
Ο Νίλσον ξέρει πως κάποια πράγματα δεν πρέπει να κατονομαστούν, κάποιες λέξεις δεν πρέπει να ειπωθούν, το βάρος τους θα είναι περιττό και συναισθηματικά εκβιαστικό. Επιχειρεί να αποδώσει την ιστορία των δύο ηρώων με ακρίβεια μέσα σ’ ένα περιβάλλον λεκτικά ποιητικό και αφηγηματικά αφαιρετικό, όχι για να ξεφύγει, όχι για να ωραιοποιήσει, όχι για να λάβει τα παράσημα ως συγγραφέας, αλλά γιατί έτσι πιστεύει πως η ιστορία θα λειτουργήσει, και επειδή αυτός είναι ο στόχος του εξ αρχής, καταφέρνει, με επιμονή και ταλέντο, να ανασυνθέσει τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, εκκινώντας από το ποίημα του Ρίλκε και καταλήγοντας στον Μπέργκμαν, σε ένα μυθιστόρημα ολιγοσέλιδο αλλά πυκνό, γεμάτο με εικόνες και συναισθήματα. Ένα μυθιστόρημα για το χέρι που πότε πρέπει να απλώσουμε και πότε να πιάσουμε, ελπίζοντας στην έξοδο από το σκοτάδι στο φως ή, για την ακρίβεια -και καθαιρώντας το φως από τον θρόνο του-, στην ανακάλυψη του διακόπτη που θα μας επιτρέπει την κατά βούληση εναλλαγή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι -παρά τα όποια κατά καιρούς τεχνικά προβλήματα.