Αγροφύλακα δραγάτη, θέλει η ανυφαντού (Ελλάδα)
που τ’ αλλοίθωρο ντου μάτι,
να χει πρόσβαση παντού.
Να φυλά νύχτα και μέρα, κάθε ώρα και στιγμή,
μ’ όπλο κοφτερή μαχαίρα, τση πατρίδας την τιμή.
Να μη μπούμε σε μπελάδες, για ακόμα μια φορά,
να υπάρχουν Συμπληγάδες, πέτρες μέσα στα νερά.
Σαν απλώνετ’ ένα χέρι, εις τα κρατικά ΕΥΡΩ,
φόβος να τ’ επαναφέρει, λογικό το θεωρώ.
Στην ανάγκη να το κόβει, λίγο πάν’ απ’ τον καρπό,
κακή έξη ν’ ανακόβει, μήνυμα να ‘χει νωπό.
Ίσως σε πενήντα χρόνια, να μπορέσει η Ελλάς,
με ειρήνη και ομόνοια, να ανάψει πάλι φλας.
Τα φτερά της να ανοίξει, να πετά στους Ουρανούς,
αν δεν έχει καταλήξει, που δεν το χωρά ο νους.